Όπως αργεί τ’ ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο μαχαίρι
έτσι αργούν κ’ οι λέξεις ν’ ακονιστούν σε λόγο.
Στο μεταξύ όσο δουλεύεις στον τροχό πρόσεχε μην παρασυρθείς μην ξιπαστείς
απ’ τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων.
Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι.
Άρης Αλεξάνδρου
«Πολλά τα δεινά κοὐδέν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει»
Το δεινόν “Ἃνθρωπος»
Περίληψη:
Βασανιστικά ερωτήματα ζητούν κατεπειγόντως απάντηση στον 21ο αιώνα:
- Ποιο είναι το κεντρικό νόημα και μήνυμα των μύθων του Προμηθέα και της Αντιγόνης ;
- Ο Άνθρωπος πρέπει να συμμορφώνεται με την «Θεῶν ἔνορκον δίκαν» ή τους “νόμους χθονός”
- ο «Υψίπολις» Άνθρωπος είναι απόρροια των δώρων Προμηθέων ή αυτογνωσίας/ αυτοδημιουργίας;
- Ποιοι είναι και πως είναι οι θεοί σήμερα ;
- Ποια μορφή παίρνει σήμερα «η ύβρις» ;
- Ποια είναι η έννοια της λέξης «δεινός»;
- Μπορούν η αρχαία ελληνική δημοκρατία και γραμματεία να δώσουν λύση στα σημερινά αδιέξοδα, συνυφαίνοντας τους νόμους χθονός με την «Θεῶν ἔνορκον δίκαν» ;
- είναι δυνατή η ex nihilo δημιουργία μιας νέας κοινωνίας ή πρέπει ν’ αναγνωριστεί πως κάθε νέα ἁνθρώπινη παραγωγή προέρχεται μόνο από προ υπάρχουσες ιστορικές μορφές;
- είναι η μετριότητα, το πεπρωμένο της μέσης ἁνθρώπινης διάνοιας;
Οι Μύθοι δύο σημαντικών Αθηναϊκών Τραγωδιών:
Οι μύθοι του Προμηθέα και της Αντιγόνης εδώ και 2500 χρόνια αποτελούν μόνιμο, αγαπημένο θέμα[1]. Τόνοι μνημείων τέχνης έχουν αφιερωθεί στην ύπαρξη και την ερμηνεία τους. Διεκδικούν αμείωτα και επάξια την προσοχή των ἁνθρώπων και την απάντηση σε καίρια, βασανιστικά ζητήματα.

Γλυπτό στο Μουσείο στο Άμστερνταμ
Ο Προμηθέας
Το Κράτος και η Βία, μαζί με τον απρόθυμο Ήφαιστο, εκτελώντας τη διαταγή του Δία, οδηγούν τον Προμηθέα επειδή έκλεψε από τους θεούς τη φωτιά και τη χάρισε στους ἁνθρώπους σ᾽ ένα έρημο μέρος της Σκυθίας ..
Ο Ερμής τον καθηλώνει πάνω σ᾽ ένα βράχο,.
Στον τόπο φθάνουν με τη σειρά οι Ωκεανίδες (ο χορός), ο συμπάσχων Ωκεανός, η Ιώ, η κόρη του βασιλιά του Άργους Ίναχου,
Στους επισκέπτες ο Προμηθέας μιλάει για τη βοήθεια που προσέφερε στον Δία, για το μαρτύριό του για την εφευρέσεις και την προσφορά του στους ανθρώπους, που επέτρεψε την εξέλιξη τους, Για την αρχιτεκτονική και την ξυλουργία, τη μετεωρολογία και την αστρονομία, την επινόηση των αριθμών και της γραφής, την εξημέρωση και το ζέψιμο των ζώων, την ναυσιπλοΐα, την ιατρική, την πρόγνωση του μέλλοντος με ποικίλους τρόπους και τη μεταλλουργία.
Σκηνή από την ιστορική παράσταση της Αντιγόνης με την Ειρήνη Παππά, τον Μάνο Κατράκη και άλλους κορυφαίους ηθοποιούς
Η Αντιγόνη
Προσπαθεί να θάψει τον νεκρό αδελφό της, τον Πολυνείκη, παρά την αντίθετη εντολή του Κρέοντα, βασιλιά της Θήβας, θέτοντας την τιμή των θεών και την αγάπη για τον αδερφό της υπεράνω των νόμων των ἁνθρώπων.
Ο μύθος της διαβάζεται διαχρονικά και ανεξάντλητα πολλαπλασιάζοντας τα βασανιστικά ερωτήματα. Για την προέλευση του ανθρώπου, την έννοια και την αναλγησία των θεών, την αθωότητα του θύματος, την αγνή Αντιγόνη που μάχεται τον Κρέοντα, την ιδανική κοινωνία, την αντίφαση ανάμεσα στην ηθική και στο λόγο του κράτους, το άτομο απέναντι στο κράτος, τις οικογένειες, την αντίθεση με το νόμο, το μυστήριο της καταγωγής, τα μεγάλα διλήμματα, τους αρχέγονους φόβους, τ’ ανερμήνευτα πάθη, την αξία της ζωής. Που τίθενται γενικότερα με τις αθηναϊκές τραγωδίες και με τη χρήση των μύθων μιλούν για τον ἃ ν θ ρ ω πο για να θυμηθούμε τον Joseph Kambpel η την Marguerite Yourcenar που θεωρεί την ελληνική μυθολογία «απόπειρα οικουμενικής γλώσσας»
Η προσέγγιση – η μυθολογία
Για τον ἁνθρωπολόγο Κλώντ Λεβί-Στρώς οι μύθοι είναι απλούστατα τα εργαλεία της επιβίωσης του ἁνθρώπου ως σκεπτόμενου και κοινωνικού είδους. Μέσω των μύθων ο άνθρωπος εξηγεί τον κόσμο, τον βιώνει με τρόπο σχετικά συγκροτημένο, αντιμετωπίζει την αθεράπευτα αντιφατική, διαιρεμένη, αλλοτριωμένη παρουσία του. Μπλεγμένος όπως είναι ο άνθρωπος σε αρχέγονες αντινομίες ανάμεσα στην ύπαρξη και στη μη ύπαρξη, το αρσενικό και το θηλυκό, τη νεότητα και το γήρας, το φως και το σκοτάδι, την κίνηση κα την ακινησία, το βρώσιμο και το τοξικό, δεν μπορεί να ζήσει αυτές τις αντινομίες με λογικές διαδικασίες. Μόνο οι μύθοι μπορούν να εκφράσουν αυτές τις οικουμενικές αντινομίες, να δώσουν μεταφυσικές εξηγήσεις για τη διαιρεμένη κατάσταση του ἁνθρώπου μέσα στη φύση.
Σύμφωνα με τον Λεβί-Στρώς ο άνθρωπος είναι ένα μυθοποιητικό ον ένα προικισμένο θηλαστικό, ικανό να δημιουργεί μύθους και μέσω αυτών να υπομένει τη διαιρεμένη αντιφατική μοίρα του. Η διήγηση των ιστοριών σύμφωνα με τον Λεβί-Στρώς είναι η ίδια η συνθήκη της ύπαρξής μας. Από όλες τις θεμελιώδεις αντιθέσεις που οικοδομούν το πεπρωμένο και την επιστήμη του ἁνθρώπου, η πιο σημαντική σύμφωνα με τον Λεβί-Στρώς είναι αυτή της ρήξης Φύσης/Πολιτισμός. Η αντίθεση αυτή Φύση/Πολιτισμός οδηγεί στη γέννηση της ανθρώπινης συνείδησης. Για τον Λεβί-Στρώς η μετάβασή μας από τη φυσική σε μια πολιτισμική κατάσταση αποτέλεσε βήμα ολέθριο που άφησε σημάδια στην ανθρώπινη ψυχή, αλλά και στον οργανικό κόσμο.
Οι Max Horkeimer (1895-1973) και Theodor W. Adorno (1903-1969), επιχείρησαν να σκιαγραφήσουν την πρόοδο του ανθρώπινου πολιτισμού ως μια διαρκή απομάγευση και καταπίεση, με αποτέλεσμα τη μετατροπή του αντιμυθικού διαφωτισμού (αντίθεση) σε νέο μύθο (σύνθεση), επομένως και παρακμή, μέσω της τελικής εργαλειοποίησης του ίδιου του ανθρώπου. Από την πρώτη στιγμή της ζωής του, ο άνθρωπος κλήθηκε να αντιμετωπίσει τους κάθε λογής αμείλικτους κινδύνους του φυσικού κόσμου, που απειλούσαν ανά πάσα στιγμή την επιβίωσή του. Προκειμένου να εξασφαλίσει την επιβίωσή του, αναγκάστηκε να «υποτάξει» τις φυσικές δυνάμεις στον έλεγχό του. Αρχικά μέσω της μαγείας, του μύθου και κατόπιν μέσω της ορθολογικότητας και της επιστημονικής γνώσης, ο άνθρωπος αντιλαμβανόταν τον φυσικό κόσμο ως ένα «εργαλείο», που μπορεί να το μεταχειριστεί κατά βούληση.
Σύμφωνα με τον Joseph Campbell (1904-1987), μια από τις τέσσερεις βασικές λειτουργίες του μύθου, είναι η «κοινωνιολογική», δηλαδή η ισχυροποίηση της (υπάρχουσας) κοινωνικής τάξης. Είναι γνωστό ότι, στον αρχαίο κόσμο, οι μύθοι δεν είχαν μονάχα θρησκευτικό και ψυχαγωγικό ρόλο, παρά διέθεταν και νομιμοποιητική λειτουργία, καθώς δικαιολογούσαν και αντιπροσώπευαν τη νομιμότητα της εξουσίας των κυρίαρχων τάξεων έναντι των κατώτερων. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι οι αριστοκρατικές οικογένειες στην αρχαία Ελλάδα προέβαλαν αξιώσεις κύρους προβάλλοντας τον ηρωικό ρόλο κάποιου μυθικού προγόνου-γενάρχη, από τον οποίο ισχυρίζονταν ότι η οικογένειά τους καταγόταν.
***
Η έμπνευση γι αυτή τη συνεισφορά οφείλεται στον Κορνήλιο Καστοριάδη. Πυρήνας της είναι το έργο του και ιδιαίτερα το μέρος του που συνδέεται με τους φάρους της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας και γραμματείας[2]. Για τη διαφύλαξη της ακεραιότητας των ιδεών του καταβλήθηκε ιδιαίτερη προσπάθεια.
Κίνητρα αυτής εδώ της δοκιμής ήσαν,
- η αντίληψη/ πεποίθηση, ότι τα μηνύματα των δύο Αθηναϊκών τραγωδιών είναι ἁνθρωπολογικά /πολιτικά
- η επιθυμία – «Τόλμας χάριν» – μιας στοιχειώδους αλληγορικής και συγκριτικής προσέγγισης και συνεξέτασης φαινομενικά διαφορετικών οπτικών, του Αισχύλου για την θεϊκή ἁνθρωπογονία με του Σοφοκλή για την αυτογνωσία και αυτοδημιουργία,
- η ελπίδα,
- ότι η δοκιμή αυτή συμβάλλει ν’ αναδειχτούν η λειτουργία και η δράση των διαχρονικών θεών που καταδυναστεύουν τους ἁνθρώπους
- ότι έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου για μια παγκόσμια συστράτευση που θα φέρει ίσως πιο κοντά τον πολυπόθητο δυστοπικό στόχο του Σοφοκλέους, της δημιουργίας του ίσον φρονείν Υψίπολι ἁνθρώπου μέσα από την επιδίωξη μιας πραγματικής κοινωνικής επανεκκίνησης η οποία να θεμελιώνεται, στην ανάδειξη της ουσίας του Ἁνθρώπου, της δεινότητας, της διφυΐας του και της ανάγκης συνύφανσης.
Η ανάγκη για την κατανόηση της συμπεριφοράς των διαχρονικών θεών προκύπτει και από το γεγονός, ότι το πως σκέφτονται τους θεούς ο Αισχύλος κι ο Σοφοκλής δεν συνάγεται από τις τραγωδίες που έγραψαν, άμεσα ή συμπερασματικά, αλλά ούτε και μέχρι σήμερα από άλλες πηγές έχει αναγνωριστεί. Φαίνεται να παραμένει σύγχρονος ο Πρωταγόρας, ο οποίος στο περί θεών σύγγραμμά του ομολογεί, ότι,
«περὶ μὲν θεῶν οὐκ ἔχω εἰδέναι͵ οὔθ΄ ὡς εἰσὶν οὔθ΄ ὡς οὐκ εἰσὶν οὔθ΄ ὁποῖοί τινες ἰδέαν· πολλὰ γὰρ τὰ κωλύοντα εἰδέναι ἥ τ΄ ἀδηλότης καὶ βραχὺς ὢν ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου»…. “.
(Όσον αφορά τους θεούς δεν μπορώ να γνωρίζω, ούτε πως είναι ούτε πως δεν είναι, ούτε τι είδους είναι στη μορφή. Γιατί πολλά είναι αυτά που με εμποδίζουν να γνωρίζω και ότι είναι αόρατοι οι θεοί και ότι η ζωή του ἁνθρώπου είναι σύντομη).
Η ανάγκη για τη συνεξέταση των οπτικών του Αισχύλου και του Σοφοκλή έχει κι άλλη μια ενδιαφέρουσα αιτιολογία. Στην ιστορία του αρχαίου ελληνικού λόγου, το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται σε δύο εποχές.
- Την περίοδο πριν από τον Σωκράτη, όπου η σκέψη ήταν μυθολογική κι έπαιρνε τη μορφή του μύθου για να ερμηνεύσει την πραγματικότητα και,
- την περίοδο μετά από τον Σωκράτη, όπου η σκέψη είχε γίνει πια εννοιολογική και προχωρούσε προς τη λογική και τη φιλοσοφία.
Άλλοτε η δεύτερη εποχή θεωρούνταν σημαντικότερη και γι αυτό και η διδασκαλία στα πανεπιστήμια αναφέρεται κυρίως σ’ αυτήν, που είναι άλλωστε και περισσότερο κατανοητή, αφού ολόκληρος ο πολιτισμός μας βασίζεται σ’ αυτήν.
Εδώ και χρόνια όμως έχομε καταλάβει πως και ο μύθος που εκφράζεται μέσα από τα έπη και το λόγο γενικότερα, την παράδοση και τη λαϊκή φαντασία είναι κι αυτός ένας τρόπος να συλλάβει κανείς την πραγματικότητα, ίσως μάλιστα λεπτότερος και πιο κοντά στην αλήθεια. Η μυθική αντίληψη δεν παραποιεί την πραγματικότητα[3].
Ο λόγος των θεών διαχρονικά
Ήταν πάντα και είναι ένας, μοναδικός και πάντα χειριστικός κι εξουσιαστικός ο λόγος που οι θεοί, «ὡς μόνοι φρονούντες» εκπέμπουν προς τους ‘ἁνθρώπους,
“Έπεσθαι όποι αν ηγοῖμεθα”,
Δύσοσμα διαχρονικά φληναφήματα που διανθίζουν, περιβάλλουν και στηρίζουν αυτόν τον ηγεμονικό λόγο, όπως “νικητές”, “η σωστή πλευρά της ιστορίας”, «οι προστάτιδες δυνάμεις», “η δύση”, “η ανατολή”, το “διεθνές δίκαιον”, «η προστασία της ελευθερίας και της δημοκρατίας, «η παγκοσμιοποίηση», «οι συμμαχίες (στη βάση της υποτέλειας)», “η πολυπολικότητα”, παλιά δόγματα (“Monroe”, “εγγύς εξωτερικού”, ή στρατιωτικών και οικονομικών σχηματισμών (ΝΑΤΟ, “Σύμφωνο της Βαρσοβίας” / “Οργανισμός Συλλογικής Συνθήκης Ασφαλείας ‘CSTO’, Brics, G7, G20 κλπ) και νέα που κυοφορούνται πυρετωδώς στην εποχή μας, ανασχετικοί δακτύλιοι Ρίμλαντ, νέα great resets που εξαγγέλλονται, ζωτικοί χώροι, Γκουαντανάμο, γεωπολιτικοί στρατηγικοί σχεδιασμοί, «βωμοί και έσχατα», “υπέρ βωμών και εστιών» και άλλες κρύες παράτες και κεραυνοί δεν παύουν να θρυμματίζουν τ’ αυτιά, ν’ αλωνίζουν το βίο σ’ έναν πλανήτη όπου έχει πια χαθεί η ξεγνοιασιά κι η ανύποπτη ματιά μες το σκοτάδι.
Εκπέμπονται από διαχρονικά επίκαιρους Ἀπόλιδες θεούς, διανθισμένα και καμουφλαρισμένα με κορώνες, γλωσσική, οργουελική, ευφημιστική, αλλοίωση των σημαινόμενων, άρτους και θεάματα, με σκοπό να διαιωνίζουν την ισχύ τους για ν’ αντιμετωπίζουν και εξουδετερώνουν το λόγο των ανθρώπων και τις επικίνδυνες γι αυτούς αληθινές συσσωματώσεις / πραγματικές συμμαχίες τους. Όσων πρόβαλαν και προβάλλουν απέναντί τους αντίσταση από την προανθρώπινη μέχρι την σημερινή ‘ἁνθρώπινη” κατάσταση.
Δυόμιση χιλιάδες χρόνια μετά ο ανελέητος Δίας της Αισχυλικής Τριλογίας του Προμηθέα (Πυρφόρος, Δεσμώτης ή Λυόμενος) και οι εκτελεστές του, το Κράτος, ο Θυμός, η Βία και ο Φόβος 1] εξακολουθούν να μάχονται τον δίκαιο Δία της Ορέστειας με τα ερωτήματα για την προέλευση του ‘ἁνθρώπου και για την δέουσα απάντηση στο αινιγματικό δίλημμα, «θεῶν ἔνορκος δίκα ή νόμοι χθονός» να παραμένουν χωρίς ουσιαστική απάντηση.
Τιτανομαχίες δεν έλειψαν στο μεταξύ κι οι Θεοί κατά διαστήματα αναζήτησαν βοήθεια στον αγώνα τους κατά των αμφισβητιών ακολουθώντας πάντα το ίδιο μοτίβο συμπεριφοράς.
Ότι, μετά από τις «στάχτες και την μπούρμπερη» ξεχνούσαν, τις υποσχέσεις τους, συνέχισαν να δείχνουν την μήνιν τους εναντίον των Ἁνθρώπων, ν’ απαιτούν την υποταγή τους στην εξουσία τους, να τους καταστρέφουν, άγρια να τους παιδεύουν, χωρίς να λένε να λουφάξουν, για
“να τους διατηρούν όσο μπορούν σε μια προ ἁνθρώπινη κατάσταση σαν ζόμπι της σύγχρονης φανταστικής λογοτεχνίας, χωρίς να βλέπουν και ν’ ακούν, παρόμοιους με μορφές ονείρων να περνούν την μακριά τους ζωή χωρίς καμιά τάξη στην τύχη, εική, ως έτυχεν, κάτω από τη γη μέσα σε ανήλια σπήλαια,[4] χωρίς να μπορούν να ξεχωρίσουν άνοιξη, χειμώνα καλοκαίρι και “…το παν πράσσοντες, “άτερ γνώμης…”, χωρίς σκέψη, χωρίς νου, δηλαδή (Καστοριάδης, 1985) [5].
Διαχρονικά, Ἀπόλιδες, θεοί φροντίζουν επιμελώς να κρατούν τους Ἀνθρώπους σ’ αυτή την προανθρώπινη κατάσταση, με «Οβιδιακές / χαμαιλεόντειες μεταμορφώσεις» με την επιστράτευση μυρίων φανταστικών «αιτιών»
- χαλκεύοντας ολοένα και ισχυρότερα δεσμά, αντιμετωπίζοντας και εξουδετερώνοντας / καθηλώνοντας με τους εκτελεστές τους, το Θυμό, τη Βία και το Φόβο, τους επικίνδυνους ανυπότακτους Προμηθείς που εμφανίζονται,
- ισοπεδώνοντας, πόλεις, φυλές κι ἁνθρώπους πνίγοντας στο αίμα “εξεγέρσεις”,
- δηλητηριάζοντας ποικιλότροπα τις ψυχές των ἁνθρώπων, δημιουργώντας παντοιότροπα κρίσεις,
- χλευάζοντας και θάβοντας ιδεολογίες και αντιλόγους,
- εγκαθιστώντας αντίστροφα και αέναα “αυτοίς» δώρα, απειλές και προστασία, σειρήνες, συμπληγάδες και ευαγγελισμούς, αγορές, εφοδιαστικές αλυσίδες, «άρτους και θεάματα» όλα συνοδεύοντας αριστοτεχνικά με παραποιημένες αλήθειες και με κούφιες περιεχομένου πομπώδεις λέξεις και φράσεις,
- γράφοντας, ξαναγράφοντας την ιστορία όπως εξυπηρετεί, προβάλλει και εδραιώνει τους νικητές,
- αναγγέλλοντας, ανακαλύπτοντας κατά περιόδους, νέες αφετηρίες και νέες τάξεις πραγμάτων,
- αναζητώντας ή επιβάλλοντας αφοσίωση και υποταγή, αναγκαστικές συστρατεύσεις, αποικίες και «συμμαχίες» που οι ίδιοι δημιουργούν σε υποτελείς και όχι ισότιμες βάσεις και σε έσχατες περιπτώσεις, όταν οι σπίθες δυναμώνουν και μετατρέπονται ή ακόμη και όταν απειλούν να μετατραπούν σε πραγματικές επαναστάσεις, γενοκτείνοντας (μόλις ένα χρόνο μετά περίπου απ’ αυτό το πόνημα η Ουκρανία, η Γάζα γίνανε θέατρο γενοκτονίας), υποβάλλοντας το φόβο ή και κηρύσσοντας οι ίδιοι ή δι αντιπροσώπων, πολέμους, στρατιωτικούς ή οικονομικούς και παντοιότροπες κρίσεις, για να εξουθενώσουν το πνεύμα,
- σχεδιάζοντας αδιάκοπα, κατασκευάζοντας, χρησιμοποιώντας και αξιοποιώντας για τη διαιώνιση της ισχύος τους νέα όπλα, συμβατικά, σύγχρονα ή πυρηνικά, ή, άλλα ίσης καταστροφικής αποτελεσματικότητας οικονομικά, βιολογικά και ψυχολογικά,
- στο όνομα των αγορών και των εργαλείων τους, της παγκοσμιοποίησης[6], του μονεταρισμού, της μόχλευσης, των κουρεμάτων των χρεών, του κατά τη βούληση και τα συμφέροντά τους χαρακτηρισμού τους, ως επαχθών ή μη, τις περικοπές των μισθών, των ελπίδων, των οραμάτων και των ονείρων, της αντιτρομοκρατικής υστερίας, του νεοφιλελευθερισμού, της δημοκρατικής ολιγαρχίας, των πραγματικών ή τεχνητών οικονομικών κρίσεων, που οι ίδιοι προκαλούν.
- Με «δικαιολογημένους» φόνους, νομιμοποίηση εγκλημάτων, τη σπορά της διαίρεσης, του μίσους και του διχασμού στους ἁνθρώπους, τους λαούς και τις θρησκείες, τη διασπορά ψεύτικων γεγονότων, μισών ή παραποιημένων αληθειών (post truth), την παραπλάνηση, την καλλιέργεια συνδρόμων (Στοκχόλμη, Μιθριδατισμός) την καλλιέργεια των ενστίκτων, την καλλιέργεια των κατάχθόνιων, δίκην Χάϋντ, εκφράσεων της ἁνθρώπινης ψυχής, τους μεγάλους αδελφούς.
- Κρύβοντας το φως, κάνοντας «τας Ανατολάς και Δύσεις» ακόμη πιο δυσκρίτους στον διεφθαρμένο πλανήτη μας, εμποδίζοντας το φως του “ΕΛ-ιος” να φτάσει .
Ο αναγνώστης του 21ου αιώνα, γράφει ο Καστοριάδης, με την πρόσθετη εμπειρία 25 αιώνων μεγαλουργημάτων αλλά και τερατωδών κακουργημάτων θα επικυρώσει χωρίς δυσκολία την αντίληψη του Σοφοκλή ότι τα χειρότερα από τα κακουργήματα έγιναν με την επίκληση του «εσθλού», της εγκόσμιας ή εξωκοσμικής σωτηρίας του ἁνθρώπου, του «διεθνούς δικαίου», της «ελευθερίας» και της «δημοκρατίας» και της αέναης διαχρονικής απαίτησης των «θεών»,
“Έπεσθαι όποι αν ηγοῖμεθα”.
Ο λόγος των ανθρώπων:
Απέναντι στη στάση των θεών και μέσα στο μισό ενός αιώνα η ελληνική αυτογνωσία αντιτάσσει την ἁνθρωπογονική διδασκαλία του Αισχύλου και την ιδέα του Σοφοκλή για την αυτοδημιουργία του ἁνθρώπου και λίγο αργότερα τον ομοούσιό του και ανυπέρβλητο επιτάφιο του Περικλέους.
Με μηνύματα που στέλνουν στο μέλλον συμπυκνωμένα στις ρήσεις,
Είτε, πως ανυπότακτοι επαναστατημένοι Τιτάνες – Προμηθείς αναγεννιούνται διαρκώς από τέφρα και συνεχίζουν τον αέναο αγώνα τους με το «λέγειν, πράττειν, ποιείν» τους να κλέβουν από τους θεούς και να δωρίζουν στους ἁνθρώπους, όπλα και δυνάμεις, νέα ή μετεξειλιγμένα που οι θεοί αέναα παράγουν. Τους δορυφόρους, τους υπολογιστές, το διαδίκτυο, την πυρηνική ενέργεια, τη φιλοσοφία, τα μαθηματικά, την ερμηνεία του σύμπαντος, την ιατρική, την ποίηση, την τεχνητή νοημοσύνη, τη βαθιά μάθηση, τη μηχανική, τις νέες τεχνολογίες, προσθέτοντας και συνδέοντάς τα με τα πρώτα δώρα του Προμηθέα, για να τ’ αξιοποιήσουν, χρησιμοποιώντας τα, για να επικοινωνούν, για να θεραπεύσουν και για να βγουν από τ’ ανήλια σπήλαια, όπου οι σύγχρονοι θεοί θέλουν να τους κρατούν.
Προμηθείς -Τιτάνες της σκέψης, ανώνυμοι κι επώνυμοι, όπως ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ηράκλειτος, ο Αναξίμανδρος, ο Παρμενίδης, ο Αριστοτέλης, ο Πρωταγόρας, ο Αξελός, ο Καστοριάδης, ο Jack London, ο Νανόπουλος, ο Δαλάϊ Λάμα, ο Ιουλιανός, ο John Maynard Keynes, o Πωλ Ρικέρ, ο Μπεν Μπελά, η Γκαγιάτρι Τσακραβόρτι Σπίβακ[7], οι Λάο Τσε, οι Ουπανισάδες, ο Σοεκάρνο, ο Παπανούτσος, ο Παναγιώτης Κονδύλης, ο Νέλσον Μαντέλα, ο Γραμματικάκης, ο Noam Chomsky, η Χάνα Άρεντ, o Κάντ, ο Μάρξ, ο Νεύτωνας, ο Γαλιλαίος, ο Ζακ Λακάν, ο Μισέλ Φουκώ, ο Mearsheimer, o Paul Valery, ο Νίτσε, ο Ζιλ Ντελέζ, ο Amartya Sen, ο Μπέρναρντ Σω, ο Νίτσε, ο Καντ, ο Γκαίτε, ο Χάιντεγκερ, ο Χούσερλ, ο Χάμπερμας και τόσοι άλλοι ανάλογου διαμετρήματος και αναστήματος.
Είτε, πως οι Άνθρωποι δεν παύουν να «αυτοδιδάσκονται» το «φθέγμα», το «ανεμόεν φρόνημα» και τας «αστυνόμους οργάς», δηλαδή, το λόγο, τη σκέψη που τρέχει πιο γρήγορα από τον άνεμο και τα θεσμίζοντα τους νόμους των άστεων πάθη και να ορίζουν την ἁνθρωπότητα απλά καθαρά και με έμφαση, ως αυτοδημιουργία. Κατανοώντας πως δεν πήραν τίποτε από τους θεούς, πως κανένας θεός τους έδωσε ποτέ τίποτε (Καστοριάδης, 1993) και πως οι ικανότητες αυτές δημιουργούνται από τους ίδιους.
Αναλυτικότερα:
Το μήνυμα του Αισχύλου:
ο Πυρφόρος / Δεσμώτης Προμηθέας έχοντας αποφασίσει να σώσει τους Ἁνθρώπους, έκλεψε από τους θεούς και τους πρόσφερε με αξιοθαύμαστη λογική τάξη, ένα μέρος από τις δυνατότητες του “πράττειν ποιείν” που ήταν, ως τότε αποκλειστικό κτήμα των θείων δυνάμεων, όπως,
- τις σπίθες και με τη λαμπερή φωτιά που εμφύσησαν / δίδαξαν στους λιγόζωους ἁνθρώπους τις τέχνες («πρὸς τοῖσδε μέντοι πῦρ ἐγώ σφιν ὤπασα, καὶ νῦν φλογωπὸν πῦρ ἔχουσ᾽ ἐφήμεροι, ἀφ᾽ οὗ γε πολλὰς ἐκμαθήσονται τέχνας».
- “τας των άστρων δυσκρίτους, Ανατολάς και Δύσεις”,
- τον “… ἀριθμόν, ἔξοχον σοφισμάτων, ἐξηῦρον αὐτοῖς”, για τις μετρήσεις τους, που δημιούργησαν μ’ αυτή τη σύζευξή τους,
- τον χρόνο, (“ως αριθμόν κινήσεων κατά το πρότερον και ύστερον” κατά τον Αριστοτέλη),
- τις γραμμάτων συνθέσεις ή συμπλοκές, χαραγμένων ή ζωγραφισμένων σημείων που ενσαρκώνουν τη μνήμη και γεννούν τις παραγωγικές τέχνες,
- την ικανότητα πρόβλεψης του θανάτου, ως νόσου «θνητούς γ’ έπαυσα μη προδέρκεσθαι μόρον»,
- για την κατανόηση και την αποδοχή του «μόρου», ως νόσου, το παρηγορητικό φάρμακο των τυφλών ελπίδων που εγκατέστησε μέσα στους ἁνθρώπους, των σκοτεινών προσδοκιών, των φρούδων αναμονών, τελικά μάταια όπλα, ως αντίβαρο με τα οποία να μπορούν να μάχονται τη φθονερότητα των θεών και τη θνητότητά τους, που αλλιώς θα ήταν αβάσταχτη και θα μπορούσε να τους συντρίψει, αφού το μέλλον είναι άγνωστο.
Ο Αισχύλος ξεκινά από μια ονειρική εφιαλτική προ ανθρώπινη κατάσταση και παρουσιάζει τη διάβαση προς την ἁνθρώπινη κατάσταση ως δώρο, απόφαση και πράξη ενός υπεράνθρωπου όντος.
Τον άνθρωπο, ο Προμηθέας δίδαξε ότι είναι θνητός αντισταθμίζοντας ταυτοχρόνως το αβάσταχτο βάρος αυτής της γνώσης με τυφλές, φρούδες ελπίδες. Ο Αισχύλος μιλά διεξοδικά για τη μαντική δίνοντας τροφή για την μετέπειτα άνθηση της χριστιανικής θρησκείας.
Δεν αναφέρεται καθόλου στην ίδρυση και τη θέσμιση της πολιτικής κοινωνίας, φυσιολογικό, καθώς στο θέμα και τα πλαίσια του Προμηθέως δεν υπήρχε λόγος, τρόπος και τόπος ν αναφερθούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Άνθρωπος.
Όμως το μήνυμα που στέλνει και ο John Finley και άλλοι που το συνέλαβαν σωστά, είναι ότι ο μύθος και η πραγματικότητα είναι όψεις του ίδιου νομίσματος και ότι Προμηθείς δεν παύουν να δίνουν στους Ἀνθρώπους τα δώρα τους διαχρονικά για ν’ αντιμετωπίζουν τους ανελέητους θεούς.
Η μυθική αντίληψη δεν παραποιεί την πραγματικότητα[8] για να επαναλάβουμε τη φράση του Finley.
Κι αυτή η συνειδητοποίηση του προσωκρατικού πνεύματος του 5ου αιώνα που κυριαρχούσε στην αρχαία ελλάδα ενισχύει ακόμη περισσότερο τη σκέψη, ότι τα μηνύματα του Αισχύλου και του Σοφοκλή είναι όψεις του ίδιου νομίσματος δείχνουν είτε με τον ένα, είτε με τον άλλο τρόπο, είτε με τη συνύφανσή τους τον μοναδικό δρόμο για τον ἃνθρωπο και τον αέναο αγώνα τον οποίο έχει καταδικαστεί από τη φύση του να διεξαγάγει, δέσμιος όντας της δεινότητας και διφυΐας του.
Τα μηνύματα του Σοφοκλή:
Ο Άνθρωπος του Σοφοκλή ξέρει ότι είναι ανυπέρβλητα θνητός.
Στην Αντιγόνη δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σχετικά με την μετάβαση του ἁνθρώπου από μια ονειρική εφιαλτική προανθρώπινη σε ἁνθρώπινη κατάσταση με εξωτερική βοήθεια.
Για τον Σοφοκλή δεν υπάρχει προ ἁνθρώπινη κατάσταση του ἁνθρώπου αλλά από τη στιγμή που υπάρχει Άνθρωπος, η ουσία του ορίζεται με την δημιουργική και αυτοδημιουργική του πράξη -ποίηση, με την αυτοδιδαχή του. Αντίθετα με τον Αισχύλο, δεν ενδιαφέρεται για την μαντική.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Άνθρωπος ο Σοφοκλής τα συλλαμβάνει κατά ριζικό τρόπο ως ομοούσια με την δεινότητα, τη διφυΐα του ἁνθρώπου, την έμφυτη ύβρη του, «τόλμας χάριν» και την τάση του να φρονεί μόνος. Η κάθαρση, διδάσκει, βρίσκεται στην επιδίωξη ο Άνθρωπος να γίνει Υψίπολις, «παρέστιος» και «ίσον φρονών» συνυφαίνοντας τους νόμους χθονός με την θεών ένορκον δίκαν.
Το δεινόν « Άνθρωπος»
Ο χορός στο περίφημο στάσιμο της Αντιγόνης, μιλάει για το «δέος» (τρόμο και θαυμασμό) που προκαλεί ο Ἁνθρωπος, με τα κοινωνικά πνευματικά επιτεύγματά του για την ανάπτυξη του πολιτισμού από μια αρχική κατάσταση αγριότητας.
Τη ναυσιπλοΐα και τη γεωργία, το κυνήγι, το ψάρεμα και την εξημέρωση των ζώων, την ανάπτυξη της γλώσσας και της λογικής, τη δημιουργία κοινωνιών, την οικοδομία και την ιατρική.
η δεινότητά του – Ο Άνθρωπος είναι το «δεινότερον των δεινών»
Το νόημα όλης της τραγωδίας βρίσκεται στην καταπληκτική, παράγωγη νοηματικά του «δέους» γενίκευση. Πολλά είναι τα φοβερά στον κόσμο Μα τίποτε φοβερότερο από τον άνθρωπο («Πολλά τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει») που συνδέεται άμεσα με τις ύψιστες σημασίες που διακυβεύονται μέσα στην τραγωδία[9].
Η καίρια λέξη των στίχων είναι φυσικά το «δεινός».
Κάθε σκέψη επιλογής σημασίας είναι ιερόσυλη. Συστέλλει εντελώς άδικα την αξία της λέξης. Η χρήση της από το Σοφοκλή εμπεριέχει την πρόθεσή του ν’ αποδώσει στον Άνθρωπο, ως «δεινόν, κάθε νοητή σημασία της, όπως επιχειρεί δειγματοληπτικά να τις ορίσει ο Καστοριάδης.
- Δεινός, που προκαλεί δικαιολογημένα δέος, φόβο και τρόμο, άρα
- φοβερός, τρομερός
- άρα και επικίνδυνος,
- καταπληκτικά δυνατός,
- ισχυρός,
- θαυμάσιος και αξιοθαύμαστος,
- ενδεχομένως, βίαιος και παράξενος (Heideger)),
- υπερικανός,
- επιδέξιος,
- σοφός,
- τετραπέρατος,
- αριστοτέχνης που βρίσκει λύση πάντα,
- που δεν είναι ποτέ χωρίς μέσα, πολυμήχανος και πολύτροπος θα έλεγε ο Όμηρος,
- παντοπόρος (πολυμήχανος, πολύτροπος), ικανός ν’ αντιμετωπίζει ότι κι αν φέρνει το μέλλον (παντοπόρος· ἄπορος ἐπ᾽ οὐδὲν ἔρχεται τὸ μέλλον…, ως «καὶ δυσαύλων πάγων ὑπαίθρεια καὶ δύσομβρα φεύγειν βέλη».
Το σημασιακό σύμπλεγμα της λέξης φωτίζεται κι από την ουσιαστικά υπερθετική επανάληψη της λέξης, που ακολουθεί με την άρνηση του συγκριτικού «κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει».
Το «δεινός» προσδιορίζει τον άνθρωπο και προσδιορίζεται από τον άνθρωπο.
Είναι ο χαρακτήρας εκείνος που κανένα ον δεν τον παρουσιάζει στον ίδιο βαθμό με τον ἁνθρωπο.
Τίποτε δεν είναι πιο τρομερό, θαυμάσιο, ικανό, αποτελεσματικό, πραγματοποιητικό από τον ἁνθρωπο. Τίποτε μπορεί να τον καταβάλει.
Θάλασσες φουρτουνιασμένες περνάει με τα καράβια του μέσα από μανιασμένα κύματα και τη γη, ζεύει τ’ αλογα στ’ αλέτρι και τη σκάβει, την καταπονάει και έμαθε να μιλάει, να χτίζει πολιτείες σπίτια να γλυτώσει από την βροχή κι από τα χιόνια,
των αστόχαστων πτηνών τις φυλές να κυνηγά με τα βρόχια, των αγρίων θηρίων τα έθνη, των βυθών την υδρόβια φύτρα με δίχτυα πλεγμένα στριφτά, ο τετραπέρατος το αγρίμι της βουνοκορφής δαμάζει με τεχνάσματα, φορεί στων αλόγων την πλούσια χαίτη ζυγό και στον βαρβάτο ταύρο, που βοσκάει στα όρη.
Όλα τα νίκησε ο δεινός ο Άνθρωπος
μόνο το θάνατο δεν θα μπορέσει..
Ούτε η πολύπονος τύχη του, που άλλοτε τον καταβυθίζει και άλλοτε τον ανυψώνει, ούτε η τρικυμιώδης θάλασσα, όπως εν πλοίον το οποίον ταξιδεύει εις τα κύματα του τρικυμιώδους πελάγους[10], ούτε τα κύματα του «βορέα» ή του νότου του χειμώνα, ούτε τα άγρια θηρία, τίποτε από τη φύση.
Το επιβεβαιώνει αμέσως ο χορός μιλώντας για τον «πολιό πόντο», την τρικυμισμένη θάλασσα και το νοτιά του χειμώνα, στοιχεία που είναι ασφαλώς δυνατότερα από τον άνθρωπο όπως και για τα «θηρών αγρίων» και τόσα άλλα όντα και στοιχεία.
Που, όλα όμως, είναι, ότι είναι από τη φύση τους.
Σ’ οποιονδήποτε χρόνο έκαναν, κάνουν και θα κάνουν τα ίδια πράγματα και τις δυνάμεις που έχουν μια για πάντα χωρίς να μπορούν να τους αλλάξουν το «τι εστίν τους» που τα καθορίζει και δεν προέρχεται από αυτά τα ίδια.
Ούτε λοιπόν και οι θεοί.
Αλλά το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τους θεούς.
Είναι συντριπτικά πιο δυνατοί από τον ἁνθρωπο.
Είναι προικισμένοι με δυνατότητες και ικανότητες δεν είναι όμως παντοδύναμοι. Είναι αθάνατοι, όχι όμως αιώνιοι από τη φύση τους. Οι θεοί είναι αυτό που είναι από τη φύση τους, χωρίς να έχουν κάνει τίποτε για να είναι.
Δεν έχουν ανάγκη να καταφύγουν στην τέχνη. Ο Ποσειδώνας για να μετακινηθεί στα θαλάσσια κτήματα του ούτε η Αθηνά έχει ανάγκη για να γράψει κάτι.
Ο Ήφαιστος δεν επινόησε την ασύγκριτη τέχνη του. Του είναι έμφυτη. Ο Ήφαιστος είναι η τέχνη όπως ο Ἂρης είναι ο πόλεμος όπως η Αθηνά είναι η σοφία.
Ο Άνθρωπος, αντίθετα, το ον του οποίου ουδέν δεινότερον πέλει, δεν έχει ένα φυσικό προικισμό.
Το «τι εστίν» του ἁνθρώπου είναι έργον του ίδιου του ἁνθρώπου.
Ο Άνθρωπος θέτει τον εαυτό του ως ἁνθρωπο.
Ο Άνθρωπος δημιουργεί την ουσία του και η ουσία αυτή είναι η δημιουργία και η αυτοδημιουργία του[11].
Ότι αυτή είναι η σύλληψη και το μήνυμα του Σοφοκλή γίνεται φανερό πέρα από κάθε αμφιβολία με μία λέξη της μέσης ρηματικής φωνής, που, ως γνωστόν δηλώνει την επιστροφή της ενέργειας της αυτογνωσίας πάνω στο υποκείμενο της:
«Εδιδάξατο» !
Με την ρηματική λέξη μέσης φωνής, «εδιδάξατο», ο Σοφοκλής αναπροσδιορίζει και ανατοποθετεί όλα όσα ελέχθησαν στο χορικό, όλα τα έργα και δημιουργήματα του ἁνθρώπου που σχετίζονται με συγκεκριμένες τέχνες, τη ναυσιπλοΐα, τη γεωργία και τα λοιπά, ότι προέρχονται από τον ίδιο τον ἃνθρωπο και προϋποθέτουν αυτά που ο ίδιος ο ἃνθρωπος εδιδάξατο, δηλαδή, «φθέγμα και ανεμόεν φρόνημα και αστυνόμους οργάς».
Φαινομενικά αντίθετος με τον Αισχύλο που μίλησε για την ἁνθρωπογονία, ως αποτέλεσμα των δώρων του Προμηθέα, ο Σοφοκλής λέει, ότι ο ίδιος ο Άνθρωπος «εδιδάξατο», εδίδαξε τον εαυτό του[12]. Χρησιμοποιώντας τη μέση φωνή του ρήματος η πρόθεσή του είναι να στείλει το μήνυμα στο μέλλον, ότι ο «Άνθρωπος δεν παίρνει από κάποιον άλλον που ήδη την κατέχει μια γνώση και του την δίνει, του την προσφέρει, του την μεταβιβάζει».
Ο Άνθρωπος δεν έχει τον λόγο, ως φυσική ιδιότητα, ως προίκιση. Ο ίδιος την διαμόρφωσε και τη δίδαξε στον εαυτό του.
Τα δώρα του Προμηθέα στον Άνθρωπο αναδιατυπώνονται με θαυμαστή αντίθεση στην Αντιγόνη από τον Σοφοκλή με τους στίχους του που τεκμηριώνουν τη δεινότητα του Ἁνθρώπου και θεμελιώνουν την ερμηνεία ότι ο ίδιος «εδιδάξατο».
« τους νόμους χθονός»
…Το φθέγμα καὶ ἀνεμόεν φρόνημα….
Ἐδιδάξατο καὶ φθέγμα καὶ ἀνεμόεν φρόνημα καὶ ἀστυνόμους ὀργὰς!
Εδημιούργησε το φθέγμα, τη γλώσσα, το λόγο, την ομιλία, τη σκέψη τη γρήγορη σαν τον άνεμο που πηγαίνει παντού.
Ο Σοφοκλής, τονίζει έτσι και την καθολικότητα της ἁνθρώπινης αυτοδημιουργίας, θυμίζοντας αβίαστα την αναφορά του Περικλή για τους Αθηναίους, «πᾶσαν μὲν θάλασσαν καὶ γῆν ἐσβατὸν τῇ ἡμετέρᾳ τόλμῃ καταναγκάσαντες γενέσθαι, πανταχοῦ δὲ μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀίδια ξυγκατοικίσαντες…».
“και τας «αστυνόμους οργάς»» -τους νόμους χθονός.
Ο Άνθρωπος όμως εδιδάξατο και τας «αστυνόμους οργάς», φράση που σε καμιά περίπτωση έχει το νόημα που αποδίδει λανθασμένα και σκοπίμως στρεβλά, ο Χάιντεγκερ ως «πάθος κυριαρχίας πάνω στις πόλεις»[13]. Δεν μπορεί να υπάρχει κυριαρχία πάνω στις πόλεις, χωρίς αυτές να έχουν υπάρξει προηγουμένως. Η πολιτικότητά του ἁνθρώπου δεν είναι δοσμένη και δεδομένη.
Τας «ἀστυνόμους ὀργάς» αντιλαμβάνεται ο ποιητής στη «στιγμή» ( στο οντολογικό στρώμα) όταν ο Άνθρωπος δημιουργεί τη γλώσσα και τη σκέψη και αναπτύσσεται η προδιάθεσή του, τα πάθη, τις (προ)διαθέσεις, τις ορμές που αυτοδιδάσκεται ότι χρειάζεται για να δημιουργήσει τους θεσμούς για να δώσει νόμους στην πόλη, «τους νόμους χθονός», για να υπάρξει η πόλη.
Χωρίς πάθος οι θεσμοί και οι νόμοι του άστεος, οι νόμοι χθονός δεν μπορούν να δημιουργηθούν ή να διαφυλαχθούν, αλλά ούτε και να διατηρηθούν, είναι η ιδέα του Σοφοκλή.
Η ερμηνεία φαίνεται να καθόρισε τη μελλοντική συνεισφορά του Καστοριάδη στην έννοια των θεσμών, στις ανολοκλήρωτες ιδέες και σκέψεις για τη φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, την αυτονομία και τις προσεγγίσεις της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και δημοκρατίας.
Το «ίσον φρονείν»:
Κορυφαίο μήνυμα της τραγωδίας της Αντιγόνης, το οποίο αποτελεί συγχρόνως κορύφωση της δημοκρατικής πολιτικής σκέψης και στάσης είναι ότι αποκλείει και καταδικάζει το «μόνος φρονείν» γιατί αναγνωρίζει την έμφυτη, λόγω της διφυΐας του, ύβρη των ἁνθρώπων. Απαντά σ’ αυτήν με τη φρόνησιν και αντιμετωπίζει τα έσχατα προβλήματα του αυτόνομου ἁνθρώπου και ως ατόμου και ως πολιτικής κοινότητας που μπορεί να τα συνοψίσει κανείς σε μία φράση, το πρόβλημα του αυτοπεριορισμού.
Αυτοπεριορισμός, ο οποίος είναι απαραίτητος ακριβώς γιατί ο Άνθρωπος είναι δεινός και γιατί την δεινότητα αυτή τίποτε εξωτερικό δεν μπορεί να την περιορίσει ουσιαστικά, ούτε βέβαια η θεῶν ἔνορκος δίκα, όπως στη συνέχεια αναλύεται.
Αυτή είναι ΜΙΑ από τις αρχές που διέπουν την ζωή των ἁνθρώπων αλλά με κανένα τρόπο δεν φτάνει. Αν έφτανε, δεν θα υπήρχε, όπως λέει ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ούτε Αντιγόνη ούτε τραγωδία ούτε και πόλη όπως και δεν μπορεί να υπάρξει τραγωδία πραγματικά και πόλη εκεί που μια έσχατη αρχή δίνει απάντηση σε όλα τα ερωτήματα, όπως συμβαίνει διαχρονικά στον πλανήτη σήμερα, στον κόσμο το χριστιανικό, στον κόσμο της εξουσίας και της δύναμης, στον κόσμο τον πλατωνικό.
Η τραγωδία και ειδικά η Αντιγόνη προϋποθέτει ακριβώς την δεινότητα του ἁνθρώπου που κορυφώνεται αλλά και αυτοκαταστρέφεται με την ύβρη αλλά και που μπορεί επίσης όταν είναι συνυφασμένη με το «ίσον φρονείν» να του επιτρέψει να φτάσει στο ύψος του Υψίπολι.
Εξ ου και η εσωτερική ανάγκη που αισθάνεται ο ποιητής να αρχίσει περιγράφοντας και υμνώντας αυτή τη δεινότητα πράγμα που απασχολεί το χορό στο μεγαλύτερο μέρος του στάσιμου.
Όριο της δεινότητας του, εσωτερικό και εγγενές στον Άνθρωπο είναι η διφυΐα του που τον κάνει άλλοτε να βαδίζει άλλοτε προς το κακόν και άλλοτε προς το «εσθλόν», όριο γιατί ο Σοφοκλής όπως και ο Θουκυδίδης 20 – 30 χρόνια αργότερα ενώ περιγράφει μια τιτανική διαδικασία δημιουργίας και πρόσκτησης δύναμης και δυνάμεων του ἁνθρώπου δεν βλέπει δικαιότατα οποιαδήποτε ηθική πρόοδο που να επιτελείται και να συντελείται μέσω αυτής της διαδικασίας.
Το κακόν και το εσθλόν πάντα συνόδευαν και θα συνοδεύουν τον ἃνθρωπο πάντα θα είναι οι δύο πόλοι που εναλλασσόμενοι κατευθύνουν τα βήματά του.
Το αποδεικνύει, όπως σημειώθηκε παραπάνω, η εμπειρία 25 αιώνων μεγαλουργημάτων αλλά και τερατωδών κακουργημάτων τα χειρότερα από τα οποία κακουργήματα έγιναν με την επίκληση του «εσθλού» και της εγκόσμιας ή εξωκοσμικής σωτηρίας του ἁνθρώπου.
Θα ήταν λάθος όμως να επισημανθεί μοιρολατρικότητα στην αναμφισβήτητη αυτή διαπίστωση.
Ο ἃνθρωπος δεν θα πάψει να βαδίζει «τοτέ μεν καλόν, τοτέ δ’ επ’ εσθλόν», επιδιώκοντας ή μη αέναα να συνυφαίνει τους νόμους χθονός με την θεῶν ἔνορκον δίκαν με την ελπίδα να γίνει Υψίπολις.
Ζητούμενο θα παραμένει πάντα αν το καταφέρνει.
Η ελπίδα θα παραμένει ζωντανή, αν δεν χάνεται ο μίτος με την αρχή. Μια αρχή, που οι Έλληνες πρέπει να διαλαλούν, μεταφέροντας τα μηνύματα των αρχαίων αθηναϊκών τραγωδιών και του πνεύματος της Αθήνας του 5ου αιώνα.
Τα μόνα όρια που η τραγωδία βλέπει στον Άνθρωπο είναι ο διχασμός της φύσης του, η διφυΐα του και ο θάνατος.
Τα όρια του Ανθρώπου:
Ο διχασμός της φύσης του « Ανθρώπου», η διφυΐα του
Ο Άνθρωπος που περιγράφεται και υμνείται στο μεγαλύτερο μέρος του χορικού και ιδιαίτερα με το στίχο, «τέχνας ὑπὲρ ἐλπίδ’ ἔχων τοτὲ μὲν κακόν, ἄλλοτ’ ἐπ’ ἐσθλὸν ἕρπει» συνδέει τη δημιουργική του δεινότητα μ’ έναν ανυπέρβλητο διχασμό της φύσης του και μ’ όλη τη σοφία του που μηχανεύεται τόσες ανέλπιστες κι αφάνταστες τέχνες εν τούτοις σέρνεται πότε στο καλό και πότε στο κακό, όταν δεν σέβεται τους ανθρώπινους νόμους μα και τους άγραφους νόμους των θεών.
Η σοφία και η τέχνη του Ἁνθρώπου ξεπερνά κάθε προσδοκία, όμως η διπλή φύση, η διφυΐα του, τον κάνει να έρπει, να βαδίζει άλλοτε προς το καλό και άλλοτε προς το κακό (όπως πολιτικά τα προσδιορίζει) και να γίνεται «ὑψίπολις ή ἄπολις».
Ο Άνθρωπος βαδίζει προς το καλό όταν κατορθώνει να συνυφάνει («παρείρων») τους νόμους της πόλης, τους «νόμους χθονός», τους νόμους της πολιτικής κοινότητας με την θεῶν ἔνορκον δίκαν, την δικαιοσύνην των θεών την δίκη την κατοχυρωμένη από τους όρκους που συνδέονται με τους ιερούς θεσμούς που διέπουν τις σχέσεις των μελών της οικογένειας και του γένους, το ιερό όρκο της ταφής των νεκρών στην υπόψη τραγωδία.
Σ’ αυτή την περίπτωση όταν κατορθώνει αυτό το «παρείρειν», το συνυφαίνειν, ο Άνθρωπος γίνεται Υψίπολις, (υψηλός μέσα στην πόλη του), “παρέστιος», μέλος δηλαδή μιας πολιτικής, της ἁνθρώπινης κοινότητας («νόμους παρείρων χθονὸς θεῶν τ᾽ ἔνορκον δίκαν·
ὑψίπολις»).
Όμως ο Άνθρωπος που «τόλμας χάριν», εξαιτίας της υπερβολικής του τόλμης, δηλαδή της αυθάδειας του, του θράσους, της ύβρεως, αφήνει το μη καλόν να τον κατοικήσει γίνεται Ἂπολις βγαίνει από την πολιτική κοινωνία των ἁνθρώπων.
Γίνεται χωρίς εστία και χωρίς τόπον. Όπως λένε οι Γάλλοι, «sans foi ni loi», και «sans feu ni lieu». Είναι ανάξιος να στέκεται στην κορυφή της πόλης, εκείνος που γίνεται κακός και άδικος από τη θρασύτητά του και μόνο.
Αυτόν τον Ἂπολιν ο χορός δηλώνει, ότι θεωρεί ανεπιθύμητο. «Ούτε στο σπίτι μου τον θέλω, ούτε στην πολιτεία μου», λέει. Αλλά και μη, ως «ίσον φρονούντα», μη προικισμένον με την ίδια φρόνηση την ίδια – ίση, κοινήν των πολιτών – φρόνηση και μη δικαιούμενο να θεωρεί τον εαυτό του ίσον με τους άλλους πολίτες. (ἄπολις ὅτῳ τὸ μὴ καλὸν ξύνεστι τόλμας χάριν μήτ᾽ ἐμοὶ παρέστιος γένοιτο μήτ᾽ ἴσον φρονῶν ὃς τάδ᾽ ἔρδοι).
Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι παρά ο θάνατος η φυγή και η εξορία.
Η Αντιγόνη και ο Κρέων εκπροσωπούν δύο αντιμαχόμενες αρχές. Είναι, οι «νόμοι χθονός» και η «θεῶν ἔνορκος δίκα».
Στην τραγωδία δείχνονται, ως ανίκανοι να τις συνυφάνουν. Ο καθένας τους με την τυφλή και απόλυτη υπεράσπιση της μιας από τις δύο αρχές γίνεται υβριστής και «ἄπολις»
Ξεπερνώντας τα όρια του «φρονείν» καθηλωμένος στο «μόνος φρονείν» ο υπέρμαχος των νόμων της πόλης Κρέων γίνεται ἄπολις αλλά είναι επίσης προφανές ότι η ίδια η Αντιγόνη είναι εξίσου ἄπολις.
Όταν ο φύλακας την συνέλαβε να προσπαθεί για 2η φορά να ρίξει χώμα πάνω στον πτώμα του Πολυνείκη, ο χορός εκφράζοντας την λύπη του απευθύνεται στην Αντιγόνη, όχι, ως πρόμαχο της ευσέβειας και του σεβασμού των θείων νόμων. Την χαρακτηρίζει, ως τρελή, «εν αφροσύνη καθελώντες» κι ότι η αφροσύνη της, την κατηγορεί, έγκειται στο ότι και αυτή όχι μόνο είναι ανίκανη να συνυφάνει τις δύο αρχές αλλά «τόλμας χάριν» υπερβαίνει τα όρια.
Το μήνυμα είναι σαφές, πόλις χωρίς νόμους χθονός δεν μπορεί να υπάρξει και, παραβιάζοντας τους νόμους αυτούς, η Αντιγόνη γίνεται ἄπολις και βγαίνει από το «ίσον φρονείν».
Ο ποιητής λέει στο δήμο των Αθηναίων και αυτό είναι το πολιτικό νόημα της τραγωδίας, ότι «ακόμη και όταν έχουμε δίκιο μπορεί να έχουμε άδικο. Δεν υπάρχει ποτέ λογικός λόγος».
Πραγματικά οι επιχειρηματολογίες του Κρέοντα από τη μια μεριά της Αντιγόνης από την άλλη θεωρημένες καθ’ εαυτές είναι στεγανές, δεν αφήνουν περιθώριο λογικής αναίρεσης. Ο Σοφοκλής μέσα στην ίδια την τραγωδία το εκφράζει καθαρά με το στόμα του Αίμονος, του γιου του Κρέοντα που λέει στον πατέρα του:
- Ούτε θέλω ούτε μπορώ («ούτ αν δυναίμην μητε πιστεύειν λέγων»)
- (να πω) ότι έχεις άδικο.
- Έχεις όμως άδικο γι άλλους λόγους
- Διότι επιμένεις να έχεις λόγους μόνος σου ή
- μόνος εσύ,
και συνεχίζοντας
- «…όστις γαρ, αυτός η φρονείν μόνος δοκεί ή γλώσσαν την ουκ άλλος ή ψυχήν έχειν ούτοι διαπτυχθέντες ώφθησαν κενοί…».
Εκείνοι που ή νομίζουν ότι μόνοι αυτοί φρονούν ή έχουν λόγο ή ψυχή που κανείς άλλος έχει .. «ούτοι διαπτυχθέντες» – άμα τους ανοίξεις όπως ανοίγεις ένα κουτί – «ώφθησαν κενοί», αποδεικνύονται κούφιοι μέσα τους.
Ο Κρέων έχει άδικο παρόλο που έχει δίκιο γιατί επιμένει στο «μόνος φρονείν» δεν βρίσκεται μέσα στο «ίσον φρονείν» δεν θέλει, δεν είναι ικανός να ακούσει τους λόγους του άλλου και των άλλων είναι μέσα στην ύβριν δεν κατορθώνει να συνυφάνει.
Ο Σοφοκλής δεν θεωρεί τις αντιμαχόμενες αρχές απολύτως ασυμβίβαστες αφού όπως λέει ο ίδιος στο τέλος του χορικού ο Άνθρωπος μπορεί να γίνει Υψίπολις συνυφαίνοντάς τες.. «παρείρων».
Ο θάνατος:
Ως απόλυτο όριό του εδιδάξατο ο Άνθρωπος ότι είναι ο θάνατος, (« … Ἅιδα μόνον φεῦξιν οὐκ ἐπάξεται…). Ο Άδης τελειωτικός σύμφωνα με την προκλασική και κλασσική ελληνική αντίληψη του 5ου αιώνα δεν συνδέεται με αθανασίες και άλλα ηχηρά παρόμοια και με φρούδες ελπίδες για μετά θάνατο ζωή, υπενθυμίζεται ως έσχατη αλήθεια,
Συνδυασμένη όμως με την υπογράμμιση της δεινότητας αυτού του όντος και την προκλασική και κλασσική ελληνική αντίληψη του 5ου αιώνα ότι ο Άνθρωπος αν και αναγνωρίζει τη θνητότητά του δεν παύει εν τούτοις, «….Γαν άφθιτον, ακαμάταν, ν’ αποτρύεται…».
Η «ἔνορκος δίκα»
Η τραγωδία της Αντιγόνης επιτρέπει αδίστακτα την κρίση, ότι όπως η δίκη των θεών δεν αρκεί, το ίδιο δεν αρκούν οι νόμοι χθονός.
Υπακούοντας σ’ αυτούς ο Άνθρωπος πρέπει να ξέρει ότι οι κάθε φορά υπάρχοντες νόμοι δεν καθορίζουν αποκλειστικά το θεμιτό ούτε εξαντλούν το απαγορευμένο.
Κάποιο άλλο στοιχείο πλάϊ στον εκάστοτε θεσμισμένο, θετικό κι όπως και να ‘ναι χωροχρονικά εντοπισμένο, άρα σχετικό νόμο πρέπει να υπάρχει που χωρίς να τον αναιρεί ή να τον υπαγορεύει χρειάζεται να συνυφανθεί μαζί του.
Αυτό το στοιχείο ο ποιητής με τη γλώσσα και τις παραστάσεις της εποχής του το ονομάζει «θεῶν ἔνορκον δίκαν».
Η δίκη αυτή, η ένορκος δίκη των θεών εμφανίζεται έτσι ως ένα ακόμη, τρίτο όριο της ἁνθρώπινης πράξης -ποίησης.
Ο Άνθρωπος αυτοδιδάσκεται τους νόμους του, τους θέτει και τους θεσμίζει, πλάϊ όμως σ αυτούς τους νόμους υπάρχει η δίκη των θεών που δεν φτάνει βέβαια. Αλλιώς δεν θα χρειάζονταν και δεν θα υπήρχαν οι νόμοι χθονός αλλά που δεν μπορεί να παραγνωριστεί.
Ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη δίνει ένα συγκεκριμένο δραματικό διλημματικό περιεχόμενο στην ένορκον δίκαν των θεών, στο κορυφαίο διάλογό της με τον Κρέοντα:
«….
- ομολογείς ή αρνείσαι πως έκανες αυτά που λέει,
- τα ομολογώ κι ούτε σκέφτηκα ποτέ μου να τ αρνηθώ
- Και τώρα απάντησε μου εσύ.. σύντομα και χωρίς πολλά λόγια . Ήξερες τη διαταγή μου να μη θάψουν το νεκρό …
- το ‘ξερα …
- και μόλον τούτο τόλμησες να παραβείς τους νόμους μου;
- Δεν με διέταξε ο Δίας, ούτε οι θεοί του κάτω κόσμου μας όρισαν τέτοιους νόμους κι ούτε φαντάστηκα ποτέ πως οι διαταγές σου θα έχουνε τέτοια δύναμη ώστε να μπορείς εσύ, ένας θνητός να ξεπεράσεις τους άγραφτους κι ασάλευτους θεϊκούς νόμους που δεν είναι ούτε σημερινοί, ούτε χθεσινοί μα αιώνιοι και κανείς μας δεν ξέρει από πότε υπάρχουν.
- Δε λυπάμαι που θα πεθάνω, αν όμως άφηνα ακήδευτο τον αδελφό μου αυτό ναι ! θα λυπόμουνα…. σου φαίνομαι άμυαλη δεν είν’ έτσι .. δεν ξέρω μόνο ποιος απ΄ τους δυο μας πραγματικά είν’ ο άμυαλος !
- (ο χορός) σκληρός ο χαρακτήρας του παιδιού σαν του πατέρα της …δεν έμαθε να λυγάει μπροστά στη δυστυχία.
- Μα την αλήθεια αυτή θα ναι άντρας κι εγώ θα με γυναίκα αν μπορεί να ποδοπατάει έτσι τη βασιλική μου εξουσία…..»
Κι έτσι η ένορκος δίκα συναντά τα όρια της:
- Λατρεία θεών χωρίς πόλη χωρίς έννομη ἁνθρώπινη κοινότητα δεν είναι νοητή.
- Πόλη που να μην προστατεύει τον εαυτό της από την προδοσία τη συνεργασία με τους εχθρούς με μόνο κίνητρο την δίψα της προσωπικής εξουσίας επίσης δεν είναι νοητή.
- Η μη κύρωση της διαγωγής του Πολυνείκους θα καθιστούσε στις οριακές της συνέπειες αδύνατη τη λατρεία των θεών. Η κύρωσή της με τον τρόπο που αποφάσισε ο Κρέων την απαγόρευση της ταφής προσβάλλει επίσης τους θεούς.
Η δίκη των θεών εδώ δεν είναι μονοσήμαντη κι αυτό το γνωρίζουμε άφθονα από τον Όμηρο και από πολλές άλλες τραγωδίες οι ίδιοι είναι σε πόλεμο μεταξύ τους, οι ίδιοι δεν έχουν νόμους οι σχέσεις τους ρυθμίζονται από τη δύναμη όχι από το νόμο και ο Ορέστης του Αισχύλου είναι ένα από τα τόσα θύματα της διαμάχης τις θεών.
Οι επιταγές των θεών είναι σκοτεινές και πολυσήμαντες και μπορούν να οδηγήσουν στην καταστροφή, όπως πράγματι οδηγούν την Αντιγόνη στην καταστροφή. Όπως οδηγούν και τον Ιππόλυτο στην καταστροφή οι επιταγές της Αφροδίτης και τόσα άλλα
Το πως θα το ονομάζαμε εμείς σήμερα αυτό που μας δίνει τη δυνατότητα κάθε φορά μέσα από τη θεσμισμένη τάξη κι αν ακόμη την επικροτούμε να μπορούμε να δούμε κάτι που πηγαίνει ενδεχομένως πέρα από τη θεσμισμένη τάξη και ίσως να μας επιτρέπει να την αλλάξουμε το πως θα το λέγαμε εμείς σήμερα είναι μια μεγάλη πρόκληση, που δεν βρίσκει εύκολη απάντηση.
Ίσως η αναζήτηση και η αναγνώριση, ότι η υπερβολή, κατά την ίδια λογική και αναλογική σχέση μύθου και πραγματικότητας, στοιχείο, το οποίο είναι σύμφυτο με τη φύση, την ατέλεια και τη δεινότητα συνάμα του ἁνθρώπου να πρέπει να περιέχεται στην δεινή προσπάθεια που απαιτείται για τη διάγνωση αν πράγματι υπάρχει αντίφαση και αντίθεση και αν είναι νοητή συνύφανσή τους αντί της ανάγκης επιλογής.
Η δυστοπική πορεία προς μια νέα κοινωνία:
Βαριά σύννεφα σκιάζουν τον πλανήτη. O Άνθρωπος υποχρεώνεται να επιστρέφει με γοργούς ρυθμούς και με διαφορετικό τρόπο στην εποχή των σπηλαίων. Με τρόπο που θυμίζει τον Γκαίμπελς[14] ή σύγχρονους μιμητές του[15]. Ο πλανήτης βιώνει ένα βαρύ χειμώνα παγκόσμιας απολυταρχίας, ισοπέδωσης και φίμωσης του φθέγματος, της ελευθερίας και της πραγματικής δημοκρατίας. Αξεπέραστα γεωπολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, ενεργειακά και άλλα αδιέξοδα και εμπόδια συσσωρεύονται ως αποτέλεσμα άφρονων πολιτικών κυριαρχίας, συμφερόντων, εξουσίας και επικράτησης δημιουργώντας ιδιαίτερη απαισιοδοξία για το αν υπάρχουν ή μπορούν να δημιουργηθούν οι ικανές και αναγκαίες συνθήκες και η ικανότητα του ἁνθρώπου να δρομολογήσει μια μεγάλη επανεκκίνηση στο ορατό μέλλον.
Η μετριότητα ισχυρίζεται ο Κώστας Αξελός φαίνεται να είναι, το πεπρωμένο της μέσης ἁνθρώπινης διάνοιας»[16]. Ο σύγχρονος, μικρόκοσμος, είτε καπιταλιστικός, είτε λεγόμενος σοσιαλιστικός – γιατί δεν έχομε σοσιαλιστικό κόσμο πουθενά σε όλη την υφήλιο[17] – δεν φαίνεται να έχει ανάγκη από σκέψη. Η αγωνία ο πόνος του μοντέρνου, σύγχρονου, μικρού κόσμου δεν φαίνεται να είναι ακόμη αρκετά μεγάλα, αρκετά βαθιά, αρκετά ριζικά ώστε να δημιουργήσει μια ανάγκη σκέψης, όχι βέβαια σε μεμονωμένους στοχαστές / Προμηθείς εδώ ή εκεί αλλά σκέψη που να εμψυχώνει σε επίπεδο κρίσιμης μάζας, τον ἁνθρωπο. Η τεχνικοεπιστημονική, θεωρητική και πρακτική δραστηριότητα φαίνεται να αρκεί σ’ αυτό τον κόσμο, όπου προστίθενται κάθε λογής παρδαλόχρωμες ιδεολογίες που επιβάλλουν οι διαχρονικοί θεοί πασχίζοντας να διατηρούν την ηγεμονική τους θέση.
Στην πραγματικότητα, όμως, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο ἃνθρωπος σήμερα είναι κατά πολύ τρομακτικότερο.
Είναι ότι, επιδιώκεται η πραγμάτωσή τους και επικρατούν οι σκοτεινές σημασίες της δεινότητάς του, η πιο σκοτεινή έκφραση της διφυΐας του, σημάδι, ότι έρπει πια ανεπιστρεπτί προς το κακόν, ανίκανος να γίνει ίσον φρονών και υψίπολις, ανίκανος ν’ αντιμετωπίσει τους σύγχρονους θεούς, οι οποίοι έχοντας αποφασίσει γι άλλη μια φορά να τον καταστρέψουν για να πάψει να τους απειλεί ενισχύουν το οπλοστάσιό τους και με πρόσθετα υπερσύγχρονα όπλα, όπως τις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών, τη βαθιά μάθηση, την τεχνητή νοημοσύνη, την εικονική πραγματικότητα και άλλα. Αλλά και με το φοβερότερο όλων, ανάμεσά τους:
Το «φθέγμα» που ο Δεσμώτης έκλεψε και έδωσε στον άνθρωπο ή ο ίδιος εδιδάξατο, αδιάφορο. Οι σύγχρονοι θεοί διεκδικούν να το επανακτήσουν και θέσουν υπό την κυριαρχία τους στη νέα παγκόσμια εκδοχή του, την Αγγλική γλώσσα, που ήδη έχουν επιτύχει να επιβάλλουν σε παγκόσμιο επίπεδο, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό να ελέγχουν, να διαχειρίζονται και να καθορίζουν ακόμη και τον τρόπο διαχείρισης από τον άνθρωπο των σημαινόντων και των σημαινόμενων, δημιουργώντας του ευκολότερα ψευδαισθήσεις ελευθερίας, δημοκρατίας και επικοινωνίας.
Με τον τρόπο αυτό οι θεοί ελπίζουν ότι διαιωνίζουν την ηγεμονία, την κυριαρχία και την εξουσία τους στους Ἁνθρώπους με σκοπό την εξυπηρέτηση των πιο σκοτεινών συμφερόντων και φιλοδοξιών τους και ότι επιτυγχάνουν να τους διατηρούν, αιχμάλωτους και υποχείριά τους,
- «…άτερ γνώμης…», εν τοις ανηλίοις των άντρων μυχοίς [18]
- ανίκανο ν’ αποφύγει την σκοτεινή ύβρη
- ολοένα περισσότερο και αναπότρεπτα άπολι και
- ανίκανο ν’ αξιοποιήσει τη φωτεινή δεινότητά του,
- αιχμάλωτο της διφυΐας του,
- ανίκανο να ελευθερωθεί από τον ιστό που τού ύφαναν.
Είναι δυνατή η δημιουργία νέων θεσμών ex nihilo ;
Η πλάστιγγα στην «αντίθεση» Κορνήλιου – Πιέρ Ρικέρ άρχισε να φαίνεται από τις μέρες μας να γέρνει προς τη γνώμη του Ρικέρ. Με δυσκολία μπορεί να εμπνεύσει ο συμπληρωματικός λόγος του Κορνήλιου, ότι η ex nihilo δημιουργία είναι εφικτή όταν δημιουργούνται ικανές και αναγκαίες συνθήκες.
Αβίαστα σχηματίζεται η γνώμη ότι, είτε με τη γνώμη του Κορνήλιου, είτε με τη γνώμη του Ρικέρ μια νέα κοινωνία είναι ανέφικτο να οικοδομηθεί ex nihilo, γιατί η ισχύς, όπως αέναα αναπαράγεται δυναμικά από την «επιθυμία»[19] διευκολύνει τους σύγχρονους θεούς να δημιουργούν τα εργαλεία τους, όπως την τεχνητή νοημοσύνη και να καλλιεργούν χειραγωγικά στους ανθρώπους διάφορα σύνδρομα αφοσίωσης (Στοκχόλμη, Μιθριδατισμός, Μαθηματική αγραμματοσύνη) με τον ίδιο πάντα στόχο, να θεραπεύουν τα συμφέροντά τους και να φέρουν υπό την εξουσία τους τους υποτελείς / υποδεέστερους διευκολύνουν τη χειραγώγηση των ανθρώπων,
“Έπεσθαι όποι αν ηγοῖμεθα”.
Με την αξιοποίηση κάθε επιστημονικής δυνατότητας, συμπεριλαμβανομένης της βιοχημείας, ώστε να γίνεται εφικτή ακόμη και η επέμβαση στον ίδιο τον εγκέφαλο και τις λειτουργίες του και μέσω κατάλληλου ελέγχου των νευροδιαβιβαστών, των συχνοτήτων και της τεχνητής έντασης των ηλεκτροχημικών διεργασιών να προκαλείται τεχνητή αυξομείωση της έντασης του στρες και δημιουργία συνθηκών στον εγκέφαλο ικανοποίησής του και παραγωγής συναισθημάτων ευχαρίστησης και σημάτων επιβράβευσης του ατόμου επιδοκιμασίας. Και από τη σκοπιά των θεών, ώστε να γίνεται εφικτή η συντήρηση και περαιτέρω ενίσχυση της τοξικής επιθυμίας απόκτησης ακόμη μεγαλύτερης δυναμικής ισχύος για την εξυπηρέτηση, διατήρηση και επαύξηση ακόμη κυριαρχικότερων συμφερόντων.
Οι σημερινοί θεσμοί:
Ακόμη και η ανολοκλήρωτη προσέγγισή του Κορνήλιου για τη φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας φαίνεται για τους ίδιους λόγους να προβληματίζει.
Βάσεις γι αυτή την αμφισβήτηση μπορεί να είναι,
– η διδασκαλία του μεγάλου Ιταλού Λογοτέχνη, πρόδρομου των σκέψεων του Λουίτζι Πιραντέλλο, του Λουίτζι Κιαρέλλι. Ο Κιαρέλι με το έργο του «Η Μάσκα και το Πρόσωπο» συμβολίζοντας με τη Μάσκα την υποκρισία της Κοινωνίας βάζει στο στόχαστρό του τους ίδιους τους κοινωνικούς θεσμούς οδηγώντας μας αναπόφευκτα στη σκέψη πως οι θεσμοί μιας κοινωνίας δεν μπορούν να είναι καλύτεροι από τους ἁνθρώπους των οποίων είναι δημιουργήματα.Έτσι, αν τα ηνία μιας κοινωνίας είναι στα χέρια μιας παρακμασμένης τάξης ανθρώπων, όπως σε παγκόσμια κλίμακα παρατηρείται ολοένα και περισσότερο, τότε και οι θεσμοί της είναι κακέκτυπα των ανθρώπων που τους δημιούργησαν,
- οι αφορισμοί του άλλου μεγάλου πολυδιάστατου διδασκάλου μας, του Μπέρναρντ Σω, ο οποίος στο έργο του, «Ο Άνθρωπος και τα Όπλα δημιουργεί έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς αντιήρωες του θεάτρου στο 20ο αιώνα, τον Ελβετό αξιωματικό που έχει διαπιστώσει από προσωπική πείρα ότι είναι πιο σημαντικό να έχει κανείς λίγα σοκολατάκια στο πεδίο της μάχης από το να έχει σφαίρες για το πιστόλι του. Δεν μπορώ πια -διδάσκει- να βρίσκω ικανοποίηση στα ψεύτικα ήθη και την πλαστή καλή διαγωγή, να σωριάζω δόξα στη ληστεία, την πείνα, την αρρώστια, το έγκλημα, το πιοτό, τον πόλεμο, τη σκληρότητα που οδηγούν τους ανθρώπους στο θέατρο όπου υποκρίνονται ότι αυτά τα πράγματα είναι πρόοδος, επιστήμη, θρησκεία, πατριωτισμός, αυτοκρατορική, υπεροχή, εθνική μεγαλοσύνη.
Για μένα η τραγωδία και η κωμωδία της ζωής έγκειται στις συνέπειες μερικές φορές φοβερές, μερικές φορές γελοίες των συνεχών προσπαθειών μας να εγκαθιδρύσουμε τους θεσμούς μας με βάση τα ιδανικά που προτείνουν στη φαντασία μας τα μισοικανοποιημένα πάθη μας αντί την αληθινή επιστημονική φυσική ιστορία.
Πως φτάσαμ’ εδώ[20]..
Και να που φτάσαμε εδώ
Χωρίς αποσκευές
Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος
Βέβαια αγάπησε
τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα
Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται
Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού
και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα….
Όσο για μένα, έμεινα πάντα ένας πλανόδιος πωλητής αλλοτινών πραγμάτων,
αλλά… αλλά ποιος σήμερα ν’ αγοράσει ομπρέλες από αρχαίους κατακλυσμούς.
Αλλά μια μέρα δεν άντεξα.
– Εμένα με γνωρίζετε, τους λέω.
– Όχι, μου λένε.
Έτσι πήρα την εκδίκησή μου και δε στερήθηκα ποτέ τους μακρινούς ήχους.
Κι ύστερα στο νοσοκομείο που με πήγαν βιαστικά…
– Τι έχετε, μου λένε.
– Εγώ; Εγώ τίποτα, τους λέω. Μόνο πέστε μου γιατί μας μεταχειρίστηκαν, μ’ αυτόν τον τρόπο.
Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι.
Τους συγχωρώ έναν-έναν όλους.
Άλλοτε πάλι θέλω να σώσω την ανθρωπότητα,
αλλά εκείνη αρνείται.
– Κύριε, αμάρτησα ενώπιόν σου, ονειρεύτηκα πολύ
(…) Έτσι ξέχασα να ζήσω.
Μόνο καμιά φορά μ’ ένα μυστικό που το ’χα μάθει από παιδί,
ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο, αλλά εκεί κανείς δε με γνώριζε.
Σαν τους θαυματοποιούς που όλη τη μέρα χάρισαν τα όνειρα στα παιδιά
και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί κι απ’ τους αγγέλους.
Ζήσαμε πάντοτε αλλού.
Και μόνο όταν κάποιος μας αγαπήσει, ερχόμαστε για λίγο
κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί.
Το χρέος του σημερινού ἁνθρώπου:
Δος μου το χέρι σου..
Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου `ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ’ άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο
καθώς βραδιάζει
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί
για όλη την ανθρωπότητα
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών
Τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!
Δος μου το χέρι σου..
T’ αδιέξοδα, εμπόδια και απειλές θα μπορούσαν να γίνουν θερμοκοιτίδα μιας Μεγάλης Σκέψης για πραγματική πολιτική και κοινωνική επανεκκίνηση αν υπήρχε τρόπος, ο Άνθρωπος να αναγνωρίσει, κατανοήσει τη δεινότητα και τα όρια του πράττειν – ποιείν, τη διφυΐα του, τον … θάνατο, που φεῦξιν του, οὐκ ἐπάξεται, μεν, συνυφασμένο όμως με την δεινότητά του, «….Γαν άφθιτον, ακαμάταν, αποτρύειν…».
Επιλέγοντας τον δρόμο προς το «Ἐσθλόν», θεσμίζοντας τους νόμους χθονός σε αρμονία με τας ἁστυνόμους οργάς, χωρίς την ύβρη που κάνει τον άνθρωπο άπολι και συνυφαίνοντας τους με την θεών ένορκον δίκαν αναζητώντας την δυστοπία, όπως φαίνεται, του ίσον φρονείν Υψίπολι ἁνθρώπου.
Ο σκοπός και τα θεμέλια
Ο σκοπός είναι να σφυρηλατηθεί, το δυστοπικό όραμα, το αμφίστομο Μαχαίρι που έχει στο νου του ο Άρης Αλεξάνδρου. Που δεν είναι άλλο, από τον Υψίπολι, τον «ίσον φρονούντα» ἁνθρωπο, μέσα από την αυτογνωσία, την αυτονομία, την επίγνωση της αυτοδημιουργίας της ἁνθρωπότητας πάνω στον τροχό που αντιπροσωπεύει το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και φθέγμα του 5ου αιώνα, όπως εκφέρεται με τα μηνύματα των τραγωδών μας και όσων τα μεταλαμπάδευσαν μέχρι σήμερα[21].
Τιθασσεύοντας και ακονίζοντας πάνω στον τροχό, το φθέγμα, το ανεμόεν φρόνημα και, τας αστυνόμους οργάς [22] τη φαντασία και τους θεσμούς προς μια αέναη πορεία και πάντα με προσοχή να ελέγχεται η λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων, ώστε να μην ξιπάσουν ή αποπροσανατολίσουν !
Όπως έχει γραφεί, το περίφημο στάσιμο της Αντιγόνης «είναι μια από τις πρωϊμότερες μαρτυρίες για το αυξανόμενο ενδιαφέρον των Ελλήνων σχετικά με την ανάπτυξη των ἁνθρωπίνων κοινωνιών και την αντίθεση ανάμεσα στη φύση και στον νόμο, θέματα κεντρικά στις νέες επιστημονικές, ἁνθρωπολογικές και πολιτικές τάσεις των μέσων του 5ου αιώνα» (Μark Griffith).
Το όραμα υποχρεώνει τους Έλληνες να ξανασκεφτούν.
Να ξαναβρούν τη σχέση και τους δεσμούς τους, τις ρίζες τους με τους αρχαίους Έλληνες που βίαια διέκοψε το Βυζάντιο και να διαλαλήσουν στα πέρατα του κόσμου, πως στην Ελλάδα ξεπήδησαν σπίθες, οι αριθμοί, ο χρόνος, τα γράμματα, ο λόγος, οι τέχνες, που διαλύουν τις φρούδες τυφλές ελπίδες, που διδάσκουν πως ο Άνθρωπος «Άϊδα μόνον φεύξιν ουκ επάξεται», όμως αυτό δεν τον εμποδίζει, λέει ο Σοφοκλής «….Γαν άφθιτον, ακαμάταν, αποτρύεται…» στο σύντομο διάλειμμα ζωής που του χαρίζεται. Δίνοντας έτσι πραγματικό νόημα στην «αθανασία» του καθώς πορεύεται ατέρμονα, μεταβλητά και καφκικά στον άπειρο («χωρίς πέρας») συμπαντικό κόσμο.
Με πρωτοβουλίες συμβολικές, αλλά και συνάμα θεμελιακές για την επανεκκίνηση, όπως θα μπορούσε να είναι, η ρεαλιστική, να δημιουργηθεί ένα Πανεπιστήμιο που θα υπηρετεί τον άνθρωπο και τη φύση και θα σπείρει τα μηνύματα της επανεκκίνησης από αρχαίους ελληνικούς τόπους.
Με κλάδους, στα Άβδηρα και την Κω, τη Σάμο και τη Λέσβο στην Ακαδημία του Πλάτωνα και την Ολυμπία, στην Κάτω Ιταλία και στη Βεργίνα, στους Δελφούς και τη Δήλο κι όπου αλλού η σπίθα θα δυναμώνει με ολυμπιακές προδιαγραφές ενότητας, ειρήνης, ευημερίας.
Κι εκεί το αρχαίο ελληνικό πνεύμα σε μια αέναη πορεία – αναζήτηση της μεγάλης σκέψης να συναντά «παρείροντας/συνυφαίνοντας τις κορυφογραμμές των σκέψεων του / των Λάο Τσε, των Ουπανισάδων, του Ηράκλειτου, του Παρμενίδη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Αναξίμανδρου, του Θαλή, του Αναξιμένη, αλλά και πιο σύγχρονων, του Λακάν, του Χάιντεγκερ, του Κάντ, του Νίτσε, του Άλντους Χάξλευ, του Όργουελ, του Βαλερί, του Αξελού, του Καστοριάδη, του Κέυνς, του Αμάρτυα Σεν και τόσων άλλων.
Κι εκεί να διδάσκεται πως να υπηρετείται ο Άνθρωπος, πως να πλησιάσουμε τις μεγάλες σκέψεις, πως να βρούμε τον μεγάλο Δρόμο που οδηγεί στον Κόσμο με Κάπα Κεφαλαίο. Όπου θα συγκεντρώνονταν σπουδαστές από τα πέρατα του Κόσμου. Σ’ ένα Πανεπιστήμιο, που θα συνέβαλε στο να ξαναβρεί η χώρα μας τη θέση που της αρμόζει στον παγκόσμιο ιστό, σαν το λίκνο της δημοκρατίας και της δημιουργίας.
Εξοβελίζοντας όσα λένε οι λαίμαργοι διαχειριστές του σύγχρονου μέσου διαφθοράς και εξουσίας, του χρήματος, λάτρες των Hedge Funds και των πάσης φύσεως υποπροϊόντων τους, οι παραγωγοί – κυνηγοί των όπλων και της εξουσίας.
Είναι κρίμα, ότι δεν βλέπουμε την σκυτάλη, που μας προσφέρεται, είναι κρίμα, ότι η ζήτηση σκέψης είναι είδος υπό εξαφάνιση και στη χώρα μας, κυρίως στη χώρα μας.
Συνηθίσαμε, δυστυχώς, σ’ αυτή τη χώρα, μόνο και αδιάφορα να «βλέπουμε τα τραίνα να περνούν»[23] από δίπλα μας, να μην μας αγγίζουν ή ερεθίζουν διαχρονικές πρωτοβουλίες σημαντικών χωρών για την σπουδή της αρχαίας Ελλάδας και των θεσμών της, που έχουν οδηγήσει στη δημιουργία διάσημων παγκοσμίων Πανεπιστημίων, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουμε τα,
- Πανεπιστήμιο Οξφόρδης – ΜS
- Πανεπιστήμιο Warwick — BA
- Πανεπιστήμιο Cambridge – BA
- Πανεπιστήμιο Glasgow – MA
- Πανεπιστήμιο St Andrews – MA
- UCL (Πανεπιστήμιο College London) BA
- Πανεπιστήμιο Edinburgh — MA
- Πανεπιστήμιο Ρέντινγκ
- Hellenic Studies – Humboldt-Universität zu Berlin
- University of Rostock
- Ludwig Maximilian University of Munich
- University of Freiburg
- Free University of Berlin
- University of Regensburg
- Justus Liebig University Giessen
- Technical University of Dresden
- University of Wuppertal
- Goethe University Frankfurt
- Heidelberg University
- 20 universities providing master of ancient Hellas in France
Υπάρχει ελπίδα ;
Ζητούμενο είναι μέσα από διαδικασίες «παρείρειν» μπορούμε να ελπίζουμε ότι ο στοχασμός κι οι δράσεις θα αμβλύνουν τη σκοτεινή πλευρά της διφυΐας του ἁνθρώπου και θα κάνουν εφικτή τη δημιουργία των ικανών και αναγκαίων συνθηκών, όπως τις ευαγγελίζονται, ο Καστοριάδης και άλλοι για μια μετάβαση στην κοινωνία των Υψιπόλεων.
Με προσεγγίσεις και τη συνειδητοποίηση ανάγκης συνύφανσης, όπως ανάμεσα στα μαθηματικά και τη φιλοσοφία. Είναι η μόνη ελπίδα που απέμεινε για τον πλανήτη[24].
Η πραγμάτωση αυτού του δυστοπικού οράματος φαίνεται δυστυχώς να είναι υπόθεση πολύ κατοπινότερων γενεών.
Υπόθεση που η διαχείρισή της θα γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη. Γιατί παραμονεύουν οι νάνοι θεοί και οι εκτελεστές τους, οι διάφοροι Γκαίμπελς, Scwab, Rodrik[25], Hayek, Fukuiama, , Friedman και οι ομάδες τους. Που με τις κοινωνικές δομές που ευαγγελίζονται και τους θεσμούς που δημιουργούν γεννούν απόλιδες Μασκοφόρους Ἁνθρώπους (για να ξαναναφερθούμε στον Λουίτζι Κιαρέλλι) και των οποίων δομών και «θεσμών» η ανατροπή φαίνεται αδύνατη.
Για όσους από τις τρέχουσες γενιές καταφέρνουν να ξεφεύγουν από τον αριστοτεχνικό ιστό της αράχνης και τη θλίψη απομένει,
- να στοιχιζόμαστε γύρω από τους λιγοστούς Προμηθείς, να τους κλέβουμε τη φωτιά και τα εργαλεία, τους αριθμούς, τα μαθηματικά και τα παράγωγά τους, τα πυρηνικά όπλα της τεχνικής νοημοσύνης, της διαλειτουργικότητας, της βαθιάς μάθησης, βάζοντάς τα στην καθημερινότητά μας ή καταλαβαίνοντας τις καταχρήσεις τους απ’ όπου κι αν προέρχονται, κάνοντάς τα, ένα πολύτιμο εργαλείο που μπορεί να φωτίσει το μέλλον μας και υπερβαίνοντας τα εμπόδια, να μην πάψουμε να αγωνιζόμαστε να διακρίνουμε επί τέλους τας «δυσκρίτους Ανατολάς».
- Ή να μην παύομε ν’ αυτοδιδασκόμαστε πως ν’ αποκτήσουμε την αυτογνωσία που χρειαζόμαστε, χαρίζοντάς τους τη «δημοκρατία τους» και καταλαβαίνοντας πως
- οι νάνοι – εθνοσωτήρες θεοί μας δίνουν τίποτε !
- Ότι, εμείς, οι ίδιοι μόνο, οι δεινοί Άνθρωποι, κερδίζουμε ότι προσπαθούν να μας πείσουν, ότι μας δίνουνε. Ότι οφείλουμε ο καθένας να γίνει Υψίπολις και να αξιοποιήσουμε το «φθέγμα, το ανεμόεν φρόνημα και τας αστυνόμους οργάς», συνυφαίνοντας την των «θεών ένορκον δίκαν» με τους «νόμους χθονός».
Μας βοηθά ο Ηράκλειτος ζητώντας μας ….
«….ν΄ αποφεύγουμε διαχρονικά, το θόρυβο και τη φλυαρία των Εφεσίων, τη δημοκρατία τους, τις πολιτικές αθλιότητές τους, τα νεότερα κατορθώματα της “αυτοκρατορίας”, όλη τη βρωμερή πραμάτεια του “σήμερα”,..
Ή αποφασίζοντας «αυτοδιδασκόμενοι να βγούμε από τ’ ανήλια σπήλαια, πριν η χιονοστιβάδα της παγκοσμιοποίησης και των εργαλείων της και των σχιζοφρενών ευαγγελιστών του «τέλους της ιστορίας» μας σκεπάσουν εντελώς !
Ανακαλύπτοντας τον εαυτό μας και τις δυνατότητές μας, γινόμενοι απόστολοι του «μεθαύριο» κι ελεύθεροι, ν’ αρνηθούμε με περιφρόνηση και μ’ όποιο τρόπο ο καθένας μας κρίνει, να δίνουμε λευκή επιταγή ασυδοσίας σε νάνους θεούς.
Αλλά και ο ίδιος ο Ποιητής Φιλόσοφος, ο μεγάλος Νίτσε γράφει σε πρόλογο βιβλίου του στην κύκνεια έξοδό του σε μετάφραση Βασίλη Δουβαλέρη:
….«Αυτό το βιβλίο είναι για τους ολίγιστους.
- Ίσως δεν έχει γεννηθεί κανείς τους ακόμη.
- Πιθανόν νάν’ εκείνοι που θα καταλάβουν το Ζαρατούστρα μου.
- Τόσοι και τόσοι βρίσκουν σήμερα ώτα ευήκοα.
- Πώς θα μπορούσε να είμαι εγώ ένας από αυτούς;
- Εμένα μονάχα το μεθαύριο μου ανήκει.
- Μερικοί γεννιούνται μεταθανάτια.
- Και η υπόθεση υπό τις οποίες γίνομαι κατανοητός, υποχρεωτικά κατανοητός, τις γνωρίζω αρκετά καλά.
- Πρέπει κανείς να είναι έντιμος στα πνευματικά πράγματα, σκληρά έντιμος, για να ανεχθεί και μόνο το πάθος και τον τόνο μου.
- Πρέπει να έχει μάθει να ζει στα ψηλά βουνά.
- Τα σημερινά ελεεινά φληναφήματα της πολιτικής και της φιλαυτίας των λαών να τα βλέπει κάτω, χαμηλά του.
- Να μη νοιάζεται να μη ρωτάει αν η αλήθεια τάχα θα ωφελήσει ή θα αποβεί μοιραία.
- Να είναι πρόθυμος να αναμετρηθεί με ερωτήματα που κανείς σήμερα δεν έχει το θάρρος να θέσει.
- Να’ χει θάρρος για το απαγορευμένο να είναι προορισμένος για το λαβύρινθο.
- Να έχει μια πείρα βγαλμένη από εφτά μοναξιές.
- Καινούργια αυτιά για νέα μουσική.
- Καινούργια μάτια για ότι πιο απόμακρο.
- Καινούργια συνείδηση για αλήθειες ως τα τώρα βουβές.
- Κι επιπλέον βούληση και μια οικονομία υψηλού ύφους.
- Να΄ ναι κύριος του σφρίγους του, του ενθουσιασμού του.
- Να σέβεται και να αγαπάει τον εαυτό του.
- Να ΄ναι απόλυτα ελεύθερος απέναντί του.
- Πολύ καλά λοιπόν !
- Μόνο τέτοιοι μπορεί να ναι οι αναγνώστες μου, οι αληθινοί αναγνώστες μου, οι προορισμένοι να’ ναι αναγνώστες μου !
- τι σημασία έχουν οι υπόλοιποι ;
- Οι υπόλοιποι είναι απλώς η ανθρωπότητα.
- Και πρέπει κανείς να στέκεται ψηλότερα απ’ την ανθρωπότητα σε δύναμη, σε υψηλοφροσύνη, σε περιφρόνηση…”.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη.
Για την νέα δοκιμή
Μιχάλης Τσαγκατάκης
Ιούνιος 2025
Βιβλιογραφία:
- Καστοριάδης, Κ. (1985). Η αρχαία πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας.
- Καστοριάδης, Κ. (1993). Αισχύλεια ἁνθρωπογονία και Σοφόκλεια αυτοδημιουργία του ἁνθρώπου.
- Σχισμένος, Α. (1985). Κοινωνικό φαντασιακό, ερμηνευτική και δημιουργία: Σκέψεις πάνω σ’ ένα φιλοσοφικό διάλογο του Κορνήλιου Καστοριάδη με τον Πωλ Ρικέρ. Kaboom, Τεύχος 1.
- Sophocles: Antigone (Cambridge Greek and Latin Classics) Paperback – 9 Sept. 1999
- Mark Griffith (Editor)
- Γιώργος Πεφάνης Φιλοσοφικές παρατηρήσεις του Καστοριάδη στην Αττική τραγωδία, Περιοδικό Λογείον Τεύχος 2, 2012
- (John Finley, 1965 στη Συνάντηση των Αθηνών, καθηγητής της αρχαίας φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, μαθητής του Βέρνερ Γιέγκερ κι ένας από τους διαπρεπέστερους ελληνιστές)
- Paul Valery, “EUPALINΟS OU L’ ARCHITECTE» («Ευπαλίνος ή ο Αρχιτέκτων»), 1921
- Γεώργιος Μιστριώτης,
- Χέγκελ, διαλέξεις για την Αισθητική (1820-1829
- Βασιλική Γραμματικογιάνννη, Εφημερίδα Των Συντακτών (Η φιλοσοφία στην πολιτική | ΕΦΣΥΝ (efsyn.gr))
- Sustainable Development Solutions Network (unsdsn.org)
- Gilles Deleuze, Felix Guatari (Capitalism and Schizophrenia in two volumes, Anti-Oedipus (1972, translated in 1977) and A Thousand Plateaus (1980, translated in 1987)),
- Καστοριάδης, Κ. ([1974] 1984) Σκέψεις πάνω στην «ανάπτυξη» και την «ορθολογικότητα», στο: L. Bianco, J. M. Domenach, R. Dumont, K. Καστοριάδης, J. Minces, E. Moren, E. (1984) Υπάρχει Σοσιαλιστικό Μοντέλο Ανάπτυξης;, Αθήνα, Ύψιλον (1984)
- Γκαγιάτρι Τσακραβόρτι Σπίβακ («Μπορούν οι υποτελείς (ή «υποδεέστερες τάξεις’) να ομιλούν;», 1988)
[1] Στις διαλέξεις για την Αισθητική (1820-1829), ο Χέγκελ αποκαλεί την Αντιγόνη «ένα από τα υψηλότερα και τα πιο ολοκληρωμένα, από κάθε άποψη, έργα τέχνης που δημιούργησε ποτέ η ανθρώπινη προσπάθεια». Στις διαλέξεις του για την ιστορία της φιλοσοφίας, που δόθηκαν μεταξύ 1819 και 1830 επικαλείται την ηρωίδα, «την ουράνια Αντιγόνη, την ευγενέστερη μορφή που εμφανίσθηκε ποτέ στη γη»…
[2] «Η αρχαία πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας» και «η Αισχύλεια ἁνθρωπογονία και η Σοφόκλεια αυτοδημιουργία του ἁνθρώπου»
[3] (John Finley, 1965 στη Συνάντηση των Αθηνών, καθηγητής της αρχαίας φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, μαθητής του Βέρνερ Γιέγκερ κι ένας από τους διαπρεπέστερους ελληνιστές)
[4] δίκην μυρμήκων έζων εν τοις ανηλίοις των άντρων μυχοίς
[5] Κορνήλιος Καστοριάδης, Αισχύλεια ἁνθρωπογονία και Σοφόκλεια αυτοδημιουργία του ἁνθρώπου
[6] Η διάβρωση της ικανότητας των εθνικών κυβερνήσεων να ελίσσεται ανεξάρτητα και να προστατεύουν τις κοινωνικές ομάδες που πλήττονται περισσότερο από τα μειονεκτήματα της παγκοσμιοποίησης
[7] Το δοκίμιο «Μπορούν οι υποτελείς (ή «υποδεέστερες τάξεις’) να ομιλούν;», που εκδόθηκε το 1988, την έκανε παγκοσμίως γνωστή και θεωρείται ακόμη σήμερα ορόσημο στο πεδίο της σύγχρονης φεμινιστικής και μετααποικιακής θεωρίας. Η Σπίβακ,θέτει ένα σημαντικό ερώτημα όσον αφορά τη δυνατότητα των υποτελών, των υποδεέστερων για οποιονδήποτε λόγο (τάξη, φυλή, φύλο, σεξουαλικό προσανατολισμό κτλ.) να μιλήσουν για λογαριασμό τους, αλλά και την επιμονή της δυτικής διανόησης να κατασκευάζει τον άλλον με βάση οικουμενικοποιημένες δυτικές έννοιες και παραδοχές, τις προσπάθειες των δυτικών διανοούμενων να μιλήσουν εν ονόματι του άλλου, να «παρουσιάσουν τη δική του φωνή». Η ίδια βλέπει πίσω απ’ αυτό την εμμονή της Δύσης να συντηρεί τον εαυτό της ως υποκείμενο, και αντιλαμβάνεται το λόγο των δυτικών διανοούμενων για τον Άλλον ως ένα λόγο διαφανή που μιλά κυρίως ή και αποκλειστικά για τον εαυτό του. Άρα η απάντηση της Σπίβακ είναι ότι ο τριτοκοσμικός υποτελής Άλλος δεν μπορεί να μιλήσει, ακόμη κι όταν καταφέρει να υπερβεί τα επιφανειακά δεσμά της υποτέλειάς του, ακριβώς επειδή ο λόγος που κατασκευάζει η Δύση γι’ αυτόν, ακόμη και στις πιο προοδευτικές και ριζοσπαστικές εκδοχές της, εξακολουθεί να προέρχεται από την ηγεμονία της. Η συγκριτική εξέταση των σκέψεων της Σπίβακ με τη διδασκαλία των Αισχύλου και Σοφοκλή, ίσως παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον.
[8] (John Finley, 1965 στη Συνάντηση των Αθηνών, καθηγητής της αρχαίας φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, μαθητής του Βέρνερ Γιέγκερ κι ένας από τους διαπρεπέστερους ελληνιστές)
[9] «Η αρχαία πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας»
[10] Σοφοκλής εις «τας Τραχινίας του (στ. 119) πολλὰ γὰρ ὥστ᾽ ἀκάμαντος [στρ. β] ἢ νότου ἢ βορέα τις κύματ᾽ ἂν εὐρέι πόντῳ 115βάντ᾽ ἐπιόντα τ᾽ ἴδοι, οὕτω δὲ τὸν Καδμογενῆ στρέφει, τὸ δ᾽ αὔξει βιότου πολύπονον, ὥσπερ πέλαγος Κρήσιον..»
[11] Ας παραβληθεί εδώ η διδασκαλία των σοφών στις Ουπανισάδες για το νόημα της ζωής που βρίσκεται στην αφετηρία – ιδέα, «… ότι υπάρχει ένας υπέρτατος ρυθμιστής ή ουσία που διευθύνει τον άνθρωπο και το σύμπαν»»
[12] Κορνήλιος Καστοριάδης, Αισχύλεια ἁνθρωπογονία και Σοφόκλεια αυτοδημιουργία του ἁνθρώπου
[13] den Mut der Herrschaft uber die Stadte
[14] που πρέσβευε, ότι τα μικρά κράτη πρέπει να εκλείψουν αν θέλουμε ενωμένη Ευρώπη κι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω των Γερμανών (Γκαίμπελς, Ημερολόγια, Ζυρίχη 1948, καταχώρηση της 8/5/1943 (Goebbels, Tagebücher, hrg. u. eingel. von Louis P. Lochner, Zürich, 1948, «σσλ. 325, …. Εξ όλων αυτών, ο Φύρερ εξήγαγε το συμπέρασμα ότι η κακοφωνία των μικρών κρατών, η οποία σήμερα εξακολουθεί να υφίσταται στην Ευρώπη, πρέπει να εξουδετερωθεί το ταχύτερον δυνατόν. Σκοπός του αγώνος μας οφείλει να παραμείνει η δημιουργίας μιας ηνωμένης Ευρώπης. Αλλ’ η Ευρώπη μπορεί να αποκτήσει σαφή οργάνωση μόνον μέσω των Γερμανών. Μία άλλη Ηγέτις Δύναμις πρακτικώς δεν υφίσταται…».
Η ιστορία έδειξε βέβαια, ότι υπήρχαν !
οι επόμενοι θεοί υιοθέτησαν γρήγορα τα οράματα των Ναζί !
[15] (Klauss Schwab, “the great reset”, Rodrik’s trilemma, Mont Pellerin group κλπ.)
[16] Κώστας Αξελός
[17] είναι χρήσιμο να παρατεθεί εδώ ο σχετικός αφορισμός του Κορνήλιου Καστοριάδη όπως τον ανέπτυξε στην συνάντηση που είχε το 1984 στη στρογγυλή τράπεζα στην οποία βρέθηκε μαζί με τους Λυσιέν Μπιανκό, Ζαν Μαρί Ντομενάκ, Ρενέ Ντυμόν και Ζυλιέτ Μενς,
«… αμφισβητώ την ορολογία που χρησιμοποιείται χωρίς να θέλω να μπω σε συζήτηση περί ορολογίας ή λέξεων φαίνεται να υποστηρίζεται η ιδέα ότι υπάρχει ένα σοσιαλιστικό μοντέλο ενσαρκωμένο από σοσιαλιστικές χώρες. Βέβαια με τις λέξεις μπορεί να κάνει ο καθένας ότι θέλει αλλά επιτέλους σοσιαλισμός σήμαινε πάντοτε εξάλειψη εκμετάλλευση. Υποστηρίζω ότι σε όλες αυτές τις χώρες που δι αντι φράσεως λέγονται σοσιαλιστικές εξακολουθεί να υπάρχει η εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο είτε το ανάποδο όπως μας λέει και ένα πασίγνωστο τσέχικο ανέκδοτο επομένως αρνούμαι κατηγορηματικά να ορίσω τις σοσιαλιστικές ως σοσιαλιστικές αυτές τις χώρες ας μιλούν οι δημοσιογράφοι συνεχώς περί σοσιαλισμού και επανάστασης για οτιδήποτε και για οπουδήποτε ατέλεια αρκεί ένας δεκανέας να καταλάβει την εξουσία σε οποιαδήποτε χώρα και να αυτό ονομαστεί σοσιαλιστής και ποια άλλη ονομασία θα έφερνε άλλωστε. …»
[18] Γεώργιος Μιστριώτης, (1840 – 10 Ιουνίου 1916), καθηγητής καθηγητής πανεπιστημίου από τον πρόλογο του στο περιοδικό «Σπινθήρ» με τίτλο «Η ιστορία της Ελλάδος είναι παρεμφερεστάτη προς την Προμηθηΐδα του Αισχύλου».
[19] Η κλασσική έννοια της ισχύος, ισχυρίζεται ο Μισέλ Φουκώ αναλύοντας τη σχετική διαδικασία αντιστοιχεί στα συμφέροντα. Η ισχύς είναι σταθεροποιημένη στα χέρια της άρχουσας τάξης και εξασκείται ανάλογα με τα συμφέροντα τα δικά της μέσω ενός συνόλου πρωτοκόλλων και καταστάσεων.
Την επισήμανση ενισχύουν οι, Ζιλ Ντελέζ και Φελίξ Γκουαταρί στο βιβλίο τους, το 1972 «Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια» αμφισβητώντας την απόλυτη προσέγγιση του Φουκώ με την προσέγγιση του προβληματισμύ, ότι ενώ το ποιος επωφελείται ποιος εκμεταλλεύεται σήμερα μέσω αυτής της ισχύος ποιος κυβερνά είναι πολύ εύκολα κατανοητό, όμως το αντίθετο δηλαδή ποιος είναι ο εκμεταλλευόμενος ποιος είναι ο υποταγμένος και πώς εξηγείται τ’ ότι ο υποταγμένος όχι μόνο υποτάσσεται αλλά αγαπάει και τις αλυσίδες του και δεν αντιστέκεται δεν είναι καθόλου εύκολα κατανοητό.
Οι Ντελέζ και Γκουαταρί θέλουν να καταλάβουν πώς εξηγείται ότι για ένα κομμάτι ψωμί ή στην καλύτερη περίπτωση λίγο πιο χαλαρές αλυσίδες σήμερα, πώς εξασφαλίζεται η συγκατάθεση των πολλών, των υποτελών (υποδεέστερων) που εννοεί η Σπίβακ και πως αυτή την ισχύ την οικειοποιούνται οι κυρίαρχοι.
Είναι, αναρωτιούνται οι δύο φιλόσοφοι κάτι φυσικό από το θεό ή η απάντηση βρίσκεται στα γονίδια του ανθρώπου όλα αυτά έχουν ακουστεί υπάρχουν καλύτεροι και οι χειρότεροι άνθρωποι καλύτερες και χειρότερες φυλές.
Αν προστεθεί και η σκέψη τους ότι η επιθυμία είναι εκείνη που διάχυτη στη φύση κινεί στην πραγματικότητα τη ζωή και είναι η γενεσιουργή αιτία της ισχύος (Gilles Deleuse, Felix Guatari).
[20] Αλέκος Λειβαδίτης, 1993
[21] Έλεγε ο δάσκαλος Λελέκος από το Χιλιομόδι, ο πατέρας της Ειρήνης Παπά, «Από τους αρχαίους συγγραφείς μέχρι το Γκαίτε ήταν η ουσία της γνώσης. Aπό το Γκαίτε και μετά όλοι οι άλλοι γράφουν τόμους μιας λέξης»
[22] η γλώσσα, τα εργαλεία, τη θρησκεία, οι αξίες, η ύπαρξη εξουσίας και ο τρόπος που επιβάλλεται και νομιμοποιείται και άλλες φαντασιακές συλλήψεις κτλ,, που με ‘οργή’, με πάθος αποφασίζει να δημιουργεί δημιουργεί η ίδια η κοινωνία προσπαθώντα να βρει τον κεντρικό πυρήνα τους που προσανατολίζουν τις αξίες και τη δραστηριότητα των ἁνθρώπων και με κανένα τρόπο μπορούν ν’ αναιρεθούν λογικά (Καστοριάδης, 1985)
[23] Για να δανειστούμε τον τίτλο από την σπουδαία ταινία του Τσέχου Γίρι Μέντσελ του 1968
[24] «Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω μου την στέγην» (η επιγραφή στον θυρεό της Ακαδημίας του Πλάτωνα)
[25] Το 2011 ο Dani Rodrik θεωρούσε ότι για να διαχειριστούν την ένταση μεταξύ της εθνικής δημοκρατίας και των παγκόσμιων αγορών, τα κράτη πρέπει να αντιμετωπίσουν τρεις επιλογές και να επιλέξουν μεταξύ δύο από αυτές.
- Τα κράτη μπορούν να περιορίσουν τη δημοκρατία προς όφελος της ελαχιστοποίησης του διεθνούς κόστους συναλλαγών.
- Μπορούν να περιορίσουν την παγκοσμιοποίηση προκειμένου να οικοδομήσουν δημοκρατική νομιμότητα. Ή η τρίτη επιλογή,
- τα κράτη μπορούν να παγκοσμιοποιήσουν τη δημοκρατία και να χάσουν την εθνική κυριαρχία.
Τα κράτη υποστηριζόταν δεν μπορούν να έχουν υπερ-παγκοσμιοποίηση, δημοκρατικές πολιτικές και εθνική αυτοδιάθεση ταυτόχρονα