Όπως αργεί τ’ ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο μαχαίρι

έτσι αργούν κ’ οι λέξεις ν’ ακονιστούν σε λόγο.

Στο μεταξύ όσο δουλεύεις στον τροχό πρόσεχε μην παρασυρθείς μην ξιπαστείς απ’ τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων.

 

Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι.

Άρης Αλεξάνδρου

«Πολλά τα δεινά κοὐδέν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει»

Το δεινόν “Ἃνθρωπος»

Περίληψη:

 

  • Επείγοντα βασανιστικά ερωτήματα στον 21ο αιώνα:
  • Ποιο είναι το κεντρικό νόημα και μήνυμα των μύθων του Προμηθέα και της Αντιγόνης ;
  • Ο Άνθρωπος πρέπει να συμμορφώνεται με την «Θεν νορκον δίκαν» ή τους νόμους χθονός; 
  • ο «Υψίπολις» Άνθρωπος είναι απόρροια των δώρων Προμηθέων ή αυτογνωσίας/ αυτοδημιουργίας;
  • Ποιοι είναι και πως είναι οι θεοί σήμερα ;
  • Ποια μορφή παίρνει σήμερα «η ύβρις» ;
  • Ποια είναι η έννοια της λέξης «δεινός»;
  • Μπορούν η αρχαία ελληνική δημοκρατία και γραμματεία να δώσουν λύση στα σημερινά αδιέξοδα, συνυφαίνοντας τους νόμους χθονός με την «Θεν νορκον δίκαν» ;
  • είναι δυνατή η ex nihilo δημιουργία μιας νέας κοινωνίας ή πρέπει ν’ αναγνωριστεί πως κάθε νέα ανθρώπινη παραγωγή προέρχεται μόνο από προ υπάρχουσες ιστορικές μορφές;
  • είναι η μετριότητα, το πεπρωμένο της μέσης ανθρώπινης διάνοιας;

Οι Μύθοι δύο σημαντικών Αθηναϊκών Τραγωδιών:

Ο Προμηθέας

Το Κράτος και η Βία, μαζί με τον απρόθυμο Ήφαιστο, εκτελώντας τη διαταγή του Δία, οδηγούν τον Προμηθέα σ ένα έρημο μέρος της Σκυθίας και τον καθηλώνουν πάνω σ ένα βράχο, επειδή έκλεψε από τους θεούς τη φωτιά και τη χάρισε στους ανθρώπους.  Στον τόπο φθάνουν με τη σειρά οι Ωκεανίδες (ο χορός), ο συμπάσχων Ωκεανός, η Ιώ, η κόρη του βασιλιά του Άργους Ίναχου.  

Στους επισκέπτες ο Προμηθέας μιλάει για τη βοήθεια που προσέφερε στον Δία, για το μαρτύριό του για την εφευρέσεις και την προσφορά του στους ανθρώπους, που επέτρεψε την εξέλιξη τους, Για την αρχιτεκτονική και την ξυλουργία, τη μετεωρολογία και την αστρονομία, την επινόηση των αριθμών και της γραφής, την εξημέρωση και το ζέψιμο των ζώων, την ναυσιπλοΐα, την ιατρική, την πρόγνωση του μέλλοντος με ποικίλους τρόπους και τη μεταλλουργία. 

Η Αντιγόνη

Προσπαθεί  να θάψει τον νεκρό αδελφό της, τον  Πολυνείκη, παρά την αντίθετη εντολή του Κρέοντα, βασιλιά της Θήβας, θέτοντας την τιμή των θεών και την αγά­πη για τον αδερφό της υπεράνω των νόμων των ἁνθρώπων.

Η προσέγγιση

Οι δύο μύθοι  εδώ και 2500 χρόνια αποτελούν μόνιμο, αγαπημένο θέμα[1]. Τόνοι μνημείων τέχνης έχουν αφιερωθεί στην ύπαρξη και την ερμηνεία τους[2].  Διεκδικούν αμείωτα και επάξια την προσοχή των ἁνθρώπων και την απάντηση σε καίρια, βασανιστικά ζητήματα.  Ανάμεσα σ’ αυτά για την προέλευση του ἁνθρώπου, την έννοια και την αναλγησία των θεών, την αθωότητα του θύματος, την αγνή Αντιγόνη που μάχεται το φρικτό τύραννο Κρέοντα, την ιδανική κοινωνία, την αντίφαση ανάμεσα στην ηθική και στο λόγο του κράτους, το άτομο απέναντι στο κράτος, τις οικογένειες, την αντίθεση με το νόμο, το μυστήριο της καταγωγής, τα μεγάλα διλήμματα, οι αρχέγονοι φόβοι, τα ανερμήνευτα πάθη, η αξία της ζωής.  Που τίθενται με τις αθηναϊκές τραγωδίες με τη χρήση των μύθων και μιλούν για τον «ἃ ν θ ρ ω π ο για να θυμηθούμε τον Claude Levi-Strass που γράφει ότι,  “Ο μύθος είναι γλώσσα”[3] ή την Marguerite Yourcenar που θεωρεί την ελληνική μυθολογία «απόπειρα οικουμενικής γλώσσας»

***

Η έμπνευση

Η έμπνευση γι αυτή τη συνεισφορά οφείλεται στον Κορνήλιο Καστοριάδη και πηγή για την οργάνωσή της βρήκα στην ενθάρρυνση που βρίσκεται στο απόσπασμα του ποιήματος του Άρη Αλεξάνδρου στην αρχή του άρθρου.  Πυρήνας της προσπάθειας είναι το έργο του Κορνήλιου και ιδιαίτερα το μέρος του που συνδέεται με τους φάρους της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας και γραμματείας[4].  Για τη διαφύλαξη της ακεραιότητας των ιδεών του καταβλήθηκε ιδιαίτερη προσπάθεια. 

Κίνητρα αυτής εδώ της δοκιμής ήσαν,

  • η αντίληψη/ πεποίθηση, ότι τα μηνύματα των δύο Αθηναϊκών τραγωδιών είναι ἁνθρωπολογικά /πολιτικά
  • η επιθυμία – «Τόλμας χάριν» – μιας στοιχειώδους αλληγορικής και συγκριτικής προσέγγισης και συνεξέτασης φαινομενικά διαφορετικών οπτικών, του Αισχύλου για την θεϊκή ἁνθρωπογονία με του Σοφοκλή για την αυτογνωσία και αυτοδημιουργία,
  • η ελπίδα,

ότι η δοκιμή αυτή συμβάλλει ν’ αναδειχτούν η λειτουργία και η δράση των διαχρονικών θεών που καταδυναστεύουν τους ἁνθρώπους

ότι έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου για μια παγκόσμια συστράτευση που θα φέρει ίσως πιο κοντά τον πολυπόθητο δυστοπικό στόχο του Σοφοκλέους, της δημιουργίας τού ίσον φρονείν Υψίπολι ἁνθρώπου μέσα από την επιδίωξη μιας πραγματικής κοινωνικής επανεκκίνησης η οποία να θεμελιώνεται, στην ανάδειξη της ουσίας του Ἁνθρώπου, της δεινότητας, της διφυΐας του και της ανάγκης συνύφανσης.

Η ανάγκη για την κατανόηση της συμπεριφοράς των διαχρονικών θεών προκύπτει και από το γεγονός, ότι το πως σκέφτονται τους θεούς ο Αισχύλος κι ο Σοφοκλής δεν συνάγεται από τις τραγωδίες που έγραψαν, άμεσα ή συμπερασματικά, αλλά ούτε και μέχρι σήμερα από άλλες πηγές έχει αναγνωριστεί.  Φαίνεται να παραμένει σύγχρονος ο Πρωταγόρας, ο οποίος στο περί θεών σύγγραμμά του ομολογεί, ότι,

«περὶ μὲν θεῶν οὐκ ἔχω εἰδέναι͵ οὔθ΄ ὡς εἰσὶν οὔθ΄ ὡς οὐκ εἰσὶν οὔθ΄ ὁποῖοί τινες ἰδέαν· πολλὰ γὰρ τὰ κωλύοντα εἰδέναι ἥ τ΄ ἀδηλότης καὶ βραχὺς ὢν ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου»…. “.   (Όσον αφορά τους θεούς δεν μπορώ να γνωρίζω, ούτε πως είναι ούτε πως δεν είναι, ούτε τι είδους είναι στη μορφή. Γιατί πολλά είναι αυτά που με εμποδίζουν να γνωρίζω και ότι είναι αόρατοι οι θεοί και ότι η ζωή του νθρώπου είναι σύντομη).

Η ανάγκη για τη συνεξέταση των οπτικών του Αισχύλου και του Σοφοκλή έχει κι άλλη μια ενδιαφέρουσα αιτιολογία.  Στην ιστορία του αρχαίου ελληνικού λόγου, το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται σε δύο εποχές.

  • Την περίοδο πριν από τον Σωκράτη, όπου η σκέψη ήταν μυθολογική κι έπαιρνε τη μορφή του μύθου για να ερμηνεύσει την πραγματικότητα και,
  • την περίοδο μετά από τον Σωκράτη, όπου η σκέψη είχε γίνει πια εννοιολογική και προχωρούσε προς τη λογική και τη φιλοσοφία.

Άλλοτε η δεύτερη εποχή θεωρούνταν σημαντικότερη και γι αυτό και η διδασκαλία στα πανεπιστήμια αναφέρεται κυρίως σ’ αυτήν, που είναι άλλωστε και περισσότερο κατανοητή, αφού ολόκληρος ο  πολιτισμός μας βασίζεται σ’ αυτήν. 

Εδώ και χρόνια όμως έχομε καταλάβει πως και ο μύθος που εκφράζεται μέσα από τα έπη και το λόγο γενικότερα, την παράδοση και τη λαϊκή φαντασία είναι κι αυτός ένας τρόπος να συλλάβει κανείς την πραγματικότητα, ίσως μάλιστα λεπτότερος και πιο κοντά στην αλήθεια.  Η μυθική αντίληψη δεν παραποιεί την πραγματικότητα[5].  

Ο λόγος των θεών διαχρονικά

Ήταν πάντα και είναι ένας, μοναδικός και πάντα χειριστικός κι εξουσιαστικός ο λόγος που οι θεοί, «ς μόνοι φρονούντες» εκπέμπουν προς τους ‘νθρώπους, 

“Έπεσθαι όποι αν ηγομεθα”,

Δύσοσμα διαχρονικά φληναφήματα που διανθίζουν, περι­βάλ­λουν και στηρίζουν αυτόν τον ηγεμονικό λόγο, όπως “νι­κητές”, “η σωστή πλευρά της ιστορίας”, «οι προστάτιδες δυνάμεις», “οι δυτικές δυνάμεις” και “οι α­να­­τολικές”), το “διε­θνές δίκαιον”, «η προστασία της ελευ­θερίας και της δη­μο­­κρατίας”, «η παγκοσμιοποίηση», «οι συμμαχίες (στη βάση της υποτέλειας)», “η ακροδεξιά», «ο λαϊκισμός»,  “η πολυπο­λικότητα”, παλιά δόγματα (“Monroe”, “εγγύς εξω­τε­ρι­κού”, ή στρα­τι­ωτικών και οικονομικών σχηματισμών (ΝΑΤΟ, “Σύμ­φωνο της Βαρσοβίας” / “Οργανισμός Συλλο­γικής Συν­θήκης Α­σφα­λείας ‘CSTO’, Brics, G7, G20 κλπ) και νέα που κυοφορούνται πυρετωδώς στην εποχή μας, ανα­σχε­τικοί δακτύλιοι Ρίμλαντ, νέα great resets που εξαγ­γέλ­λονται, ζωτικοί χώροι, «βωμοί και έσχατα», και άλλες κρύες πα­ρά­­τες και κεραυνοί δεν παύουν να θρυμ­μα­τί­ζουν τ’ αυ­τιά, ν’ αλωνίζουν το βίο σ’  έναν πλανήτη όπου έχει πια χαθεί η ξεγνοιασιά κι η ανύποπτη ματιά μες το σκοτάδι.  

Εκπέμπονται από διαχρονικά επί­και­ρους Ἀπό­λιδες θεούς, διανθισμένα και καμουφλαρισμένα με κορώνες, γλωσσική, οργουελική αλλοίωση των σημαινόμενων, άρτους και θεάματα, με σκοπό να διαιωνίζουν την ισχύ τους για ν’ αντιμετωπίζουν και εξουδε­τε­ρώνουν το λόγο των ‘νθρώπων και τις επικίνδυνες γι αυτούς αληθινές συσσωμα­τώσεις / πρα­γματικές συμ­μαχίες τους. Όσων πρόβαλαν και προβάλλουν απέναντί τους αντίσταση από την προανθρώπινη μέχρι την σημερινή ‘ἁνθρώπινη” κατάσταση.

Δυόμιση χιλιάδες χρόνια μετά ο ανελέητος Δίας της Αισχυλικής Τριλογίας του Προμηθέα (Πυρφόρος, Δεσμώτης ή Λυόμενος) και οι εκτελεστές του, το Κρά­τος, ο Θυμός, η Βία και ο Φόβος εξακολουθούν να μά­χονται τον δίκαιο Δία της Ορέστειας με τα ερωτήματα για την προέλευση του ‘ἁνθρώπου και για την δέουσα απάντηση στο αινιγματικό δίλημμα, «θεν νορκος δίκα ή νόμοι χθονός» να παραμένουν χωρίς ουσιαστική απάντηση. 

Τιτανομαχίες δεν έλειψαν στο μεταξύ κι οι Θεοί κατά διαστήματα αναζήτησαν βοήθεια στον αγώνα τους κατά των αμφισβητιών ακολουθώντας πάντα το ίδιο μοτίβο συμπεριφοράς. 

Ότι, μετά από τις «στάχτες και την μπούρμπερη» ξεχνούσαν, τις υποσχέσεις τους, συνέχισαν να δείχνουν την μήνιν τους εναντίον των Ἁνθρώπων, ν’ απαιτούν την υποταγή τους στην εξουσία τους, να τους καταστρέφουν, άγρια να τους παιδεύουν, χωρίς να λένε να λουφάξουν, για

“να τους διατηρούν όσο μπορούν σε μια προ νθρώπινη κατάσταση  σαν ζόμπι της σύγχρονης φα­ντα­­στικής λογοτεχνίας, χωρίς να βλέπουν και ν’ ακούν,  παρόμοιους με μορφές ονείρων να περνούν την μακριά τους ζωή  χωρίς καμιά τάξη στην τύχη, εική, ως έτυχεν, κάτω από τη γη μέσα σε ανήλια σπήλαια, χωρίς να μπορούν να ξεχωρίσουν άνοιξη, χειμώνα καλοκαίρι και “…το παν πράσσοντες, “άτερ γνώμης…”, χωρίς σκέψη, χωρίς νου, δηλαδή (Καστοριάδης, 1985) [6].

Διαχρονικά, Ἀπόλιδες, θεοί φρο­ντί­ζουν επιμελώς να κρατούν τους Ἀνθρώπους σ’ αυτή την προ­ανθρώπινη κατάσταση, με «Οβιδιακές / χαμαιλεόντειες μεταμορ­φώ­σεις» με την επιστράτευση μυ­ρίων φαντα­στι­κών «αι­τιών»

  • χαλκεύοντας ολοένα και ισχυρότερα δεσμά, αντιμετωπίζοντας και εξου­δετερώ­νοντας / κα­θηλώνοντας με τους εκτελεστές τους, το Θυ­μό, τη Βία και το Φόβο, τους επικίνδυνους ανυ­πότακτους Προμηθείς που εμφανίζονται,
  • ισοπεδώ­νοντας, πόλεις, φυλές κι ἁνθρώπους πνίγοντας στο αίμα “εξεγέρσεις”,
  • δηλητηριάζοντας ποικιλότροπα τις ψυχές των ἁνθρώπων, δημιουργώντας παντοιότροπα κρίσεις,
  • χλευάζοντας και θάβοντας ιδεολογίες και αντιλόγους,
  • εγκαθιστώντας αντίστροφα και αέναα “αυτοίς» δώρα, απειλές και προστασία, σει­ρήνες, συμπληγάδες και ευαγγελισμούς, αγο­ρές, εφοδιαστικές αλυσίδες, «άρτους και θε­άματα» όλα συνοδεύοντας αριστοτεχνικά με παραποιημένες αλήθειες και με κούφιες περι­εχο­μένου πομπώδεις λέξεις και φράσεις,
  • γράφοντας, ξαναγράφοντας την ιστορία όπως εξυπη­ρετεί, προβάλλει και εδραιώνει τους νικητές,
  • αναγγέλλοντας, ανακαλύπτοντας κατά περιό­δους, νέες αφετηρίες και νέες τάξεις πραγμά­των,
  • αναζητώντας ή επιβάλλοντας αφοσίωση και υπο­ταγή, α­ναγκαστικές συστρατεύσεις, αποι­κίες και «συμμαχίες» που οι ίδιοι δημιου­ργούν σε υποτελείς και όχι ισότιμες βάσεις και σε έσχα­τες περιπτώσεις, όταν οι σπίθες δυναμώ­νουν και μετατρέπονται ή ακόμη και όταν απειλούν να με­τα­τρα­πούν σε πραγματικές επαναστάσεις, γε­νο­κτεί­νοντας, υποβάλλοντας το φόβο ή και κηρύσσοντας οι ίδιοι ή δι αντιπροσώπων, πολέμους, στρα­τιω­τικούς ή οικονο­μικούς και παντοιότροπες κρίσεις, για να εξου­θενώσουν το πνεύμα,
  • σχεδιάζοντας αδιάκοπα, κατασκευάζοντας, χρη­σιμο­ποιώντας και αξιοποιώντας για τη διαιώνιση της ισχύος τους νέα όπλα, συμβα­τικά, σύγχρονα ή πυρη­νικά, ή, άλλα ίσης κατα­στροφικής αποτελε­σμα­τικό­τη­τας οικονο­μι­κά, βιολογικά και ψυχολογικά,
    • στο όνομα των αγορών και των εργα­λείων τους, της πα­γκο­σμιοποίησης[7], του μονεταρισμού, της μό­χλευ­σης, των κουρε­μάτων των χρεών, του κα­τά τη βούληση και τα συμφέροντά τους χα­ρα­κτηρισμού τους, ως επαχθών ή μη, τις περικοπές των μισθών, των ελπίδων, των ορα­μάτων και των ονεί­ρων, της αντιτρομο­κρα­τικής υστε­ρίας, του νεοφι­λελευθ­ερισμού, της δημο­κρα­τικής ολιγαρχίας, των πρα­γμα­τικών ή τεχνητών οικο­νομικών κρί­­σεων, που οι ίδιοι προκαλούν.
    • Με «δικαιολογημένους» φόνους, νομι­μο­ποίηση εγκλη­μά­των, τη σπορά της διαίρεσης, του μίσους και του δι­χασμού στους ἁνθρώπους, τους λαούς και τις θρησ­κείες, τη διασπορά ψεύτικων γεγονότων, μισών ή παρα­ποι­ημένων αληθειών (post truth), την παραπλάνη­ση, την καλλιέργεια των ενστίκτων, την καλλιέργεια των κατά­χθό­νιων, δίκην Χάϋντ, εκφράσε­ων της ἁνθρώ­πι­νης ψυχής, τους μεγάλους αδελ­φούς. 
  • Κρύβοντας το φως, κάνοντας «τας Ανατολάς και Δύσεις» ακόμη πιο δυσκρίτους στον διεφθαρμένο πλανήτη μας, εμποδίζοντας το φως του “ΕΛ-ιος” να φτάσει .

Ο αναγνώστης του 21ου αιώνα, γράφει ο Καστοριάδης, με την πρόσθετη εμπειρία 25 αιώνων μεγαλουργημάτων αλλά και τερατωδών κακουργη­μάτων θα επικυρώσει χωρίς δυσκολία την αντίληψη του Σοφοκλή  ότι τα χειρότερα από τα κακουργή­ματα έγιναν με την επίκληση του «εσθλού», της εγκόσμιας ή εξωκοσμικής σωτηρίας του ἁνθρώπου, του «διεθνούς δικαίου», της «ελευθερίας», της «δημοκρατίας» και της αέναης δια­χρο­νικής απαίτησης των «θεών»,

“Έπεσθαι όποι αν ηγομεθα”. 

Ο λόγος των ἁνθρώπων:

Απέναντι στη στάση των θεών και μέσα στο μισό ενός αιώνα η ελληνική αυτογνωσία αντιτάσσει την ἁνθρω­πο­­γονική διδασκαλία του Αισχύλου και την ιδέα του Σοφοκλή για την αυ­τοδημιουργία του ἁνθρώπου και λίγο αργότερα τον  ομοούσιό του και ανυπέρβλητο επιτάφιο του Περικλέους.

Με μηνύ­ματα που στέλνουν στο μέλλον συμπυ­κνωμένα στις ρήσεις, 

Είτε, πως ανυπότακτοι επαναστατημένοι Τιτάνες – Προ­­μηθείς αναγεννιούνται διαρκώς από τέφρα και συ­νεχίζουν τον αέναο αγώνα τους με το «λέγειν, πράττειν, ποιείν» τους να κλέβουν από τους θεούς και να δωρίζουν στους ἁνθρώπους, όπλα και δυνάμεις, νέα ή μετεξειλιγμένα που οι θεοί αέναα πα­ρά­γουν.  Τους δορυ­φόρους, τους υπολογιστές, το διαδίκτυο, την πυρηνική ενέργεια, τη φιλοσοφία, τα μαθηματικά, την ερμηνεία του σύμπαντος, την ιατρική, την ποίηση, την τεχνητή νοημοσύνη, τη βαθιά μάθηση, τη μηχανική, τις νέες τεχνολογίες, προ­σθέτοντας και συνδέοντάς τα με τα πρώτα δώρα του Προ­μηθέα, για να τ’ αξιοποιήσουν, χρησιμο­ποι­ώντας τα, για να επικοινωνούν, για να θεραπεύσουν και για να βγουν από τ’ ανήλια σπήλαια, όπου οι σύγχρονοι θεοί θέλουν να τους κρατούν. 

Προμηθείς – Τιτάνες της σκέψης, ανώνυμοι κι επώνυμοι, όπως ο Αι­σχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ηράκλειτος, ο Αναξίμανδρος, ο Παρμενίδης, ο Αριστοτέλης, ο Πρωταγόρας, ο Αξελός, ο Καστοριάδης, ο Jack London, ο Νανόπουλος, ο Δαλάϊ Λάμα,  ο Ιουλιανός, ο John Maynard Keynes, o Πωλ Ρικέρ, ο Μπεν Μπελά, οι Λάο Τσε, οι Ουπανισάδες, ο Σοεκάρνο, ο Παπανούτσος, ο Πα­να­γιώτης Κονδύλης, ο Νέλσον Μαντέλα, ο Γραμμα­τι­κάκης, ο Noam Chomsky, η Χάνα Άρεντ, o Κάντ, ο Μάρξ, ο Νεύτωνας, ο Γαλιλαίος, ο Ζακ Λακάν, ο Μισέλ Φουκώ, ο Mersheimer, o Paul Valery, ο Amartya Sen, ο Καντ, ο Γκαίτε, ο Χάιντεγκερ, ο Χούσερλ  και τόσοι άλλοι, ανάλογου διαμετρήματος και αναστήματος.

Είτε, πως οι Ἁνθρωποι δεν παύουν να «αυτοδιδά­σκο­νται» το «φθέγμα», το «ανεμόεν φρόνημα» και τας «αστυ­νό­μους οργάς», δηλαδή, το λόγο, τη σκέψη που τρέχει πιο γρήγορα από τον άνεμο και τα θεσμίζοντα τους νόμους των άστεων πάθη και να ορίζουν την ἁνθρω­πό­τητα απλά καθαρά και με έμφαση, ως αυτοδημι­ουργία.  Κατανοώντας πως δεν πήραν τίποτε από τους θεούς, πως κανένας θεός τους έδωσε ποτέ τίποτε (Καστοριάδης, 1993) και πως οι ικανότητες αυτές δημιουργούνται από τους ίδιους.

Αναλυτικότερα:

Το μήνυμα του Αισχύλου:

ο Πυρφόρος / Δεσμώτης Προμηθέας έχοντας αποφασίσει  να σώσει τους  Ἁνθρώπους, έκλεψε από τους θεούς και τους πρόσφερε με αξιοθαύμαστη λογική τάξη, ένα μέρος από τις δυνατότητες του “πράττειν ποιείν” που ήσαν, ως τότε αποκλειστικό κτήμα των θείων δυνάμεων, όπως,

  • τις σπίθες και με τη λαμπερή φωτιά που εμφύ­ση­σαν / δίδαξαν στους λιγόζωους ἁνθρώ­πους τις τέχνες («πρς τοσδε μέντοι πρ γώ σφιν πασα, κα νν φλογωπν πρ χουσ φή­μεροι, φ ο γε πολλς κμαθήσονται τέχνας».
  • “τας των άστρων δυσκρίτους, Ανατολάς και Δύσεις”,
  • τον “ριθμν, ξοχον σοφισμτων, ξηρον ατος”, για τις μετρή­σεις τους, που δημι­ούρ­γησαν μ’ αυτή τη σύ­ζευξή τους,
  • τον χρόνο, (“ως αριθμόν κινήσεων κατά το πρότερον και ύστερον” κατά τον Αριστοτέλη),
  • τις γραμμάτων συνθέσεις ή συμπλοκές, χαρα­γμένων ή ζωγραφισμένων σημείων που ενσαρ­κώνουν τη μνήμη και γεννούν τις παραγωγικές τέχνες,
  • την ικανότητα πρόβλεψης του θανάτου, ως νόσου («θνητούς γ’ έπαυσα μη προδέρκεσθαι μόρον»), “…τους έμαθα να προβλέπουν το θάνατο..῾”
  • για την κατανόηση και την αποδοχή του «μόρου», ως νόσου, το παρηγορητικό φάρ­μα­κο των τυφλών ελπίδων που εγκατέστησε μέσα στους ἁνθρώπους, των σκοτεινών προσδοκιών, των φρούδων αναμονών, τελικά μάταια όπλα, ως αντίβαρο με τα οποία να μπορούν να μάχονται τη φθονερότητα των θεών και τη θνητότητά τους, που αλλιώς θα ήταν αβάσταχτη και θα μπορούσε να τους συντρίψει, αφού το μέλλον είναι άγνωστο.

Ο Αισχύλος ξεκινά από μια ονειρική εφιαλτική προ ανθρώπινη κατάσταση και παρουσιάζει τη διάβαση προς την ἁνθρώπινη κατάσταση ως δώρο, απόφαση και πράξη ενός υπεράνθρωπου όντος.

Τον  άνθρωπο, ο Προμηθέας δίδαξε ότι είναι θνητός  αντισταθμίζοντας ταυτοχρόνως το αβάσταχτο βάρος αυτής της γνώσης με την εγκατάσταση στις ψυχές και το νου τους τυφλών, φρούδων ελπίδων.  Ο Αισχύλος μιλά διεξοδικά για τη μαντική δίνοντας τροφή για την μετέπειτα άνθηση της χριστιανικής θρησκείας.

Δεν αναφέρεται καθόλου στην ίδρυση και τη θέσμιση της πολιτικής κοινωνίας, φυσιολογικό, καθώς στο θέμα και τα πλαίσια του Προμηθέως δεν υπήρχε λόγος, τρόπος και τόπος ν αναφερθούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος.

Όμως το μήνυμα που στέλνει και ο John Finley και άλλοι που το συνέλαβαν σωστά, είναι ότι ο μύθος και η πραγματικότητα είναι όψεις του ίδιου νομίσματος και ότι Προμηθείς δεν παύουν να δίνουν στους Ἀνθρώπους τα δώρα τους διαχρονικά για ν’ αντιμετωπίζουν τους ανελέητους θεούς.

Η μυθική αντίληψη δεν παραποιεί την πραγματικότητα[8] για να επαναλάβουμε τη φράση του Finley. 

Κι αυτή η συνειδητοποίηση του προσωκρατικού πνεύματος του 5ου αιώνα που κυριαρχούσε στην αρχαία ελλάδα ενισχύει ακόμη περισσότερο τη σκέψη, ότι τα μηνύματα του Αισχύλου και του Σοφοκλή είναι όψεις του ίδιου νομίσματος δείχνουν είτε με τον ένα, είτε με τον άλλο τρόπο, είτε με τη συνύφανσή τους τον μοναδικό δρόμο για τον ἃνθρωπο και τον αέναο αγώνα τον οποίο έχει καταδικαστεί από τη φύση του να διεξαγάγει, δέσμιος όντας της δεινότητας και διφυΐας του.

Τα μηνύματα του Σοφοκλή: 

Ο Ἃνθρωπος του Σοφοκλή ξέρει ότι είναι ανυπέρβλητα θνητός. 

Στην Αντιγόνη δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σχετικά με την μετάβαση του ἁνθρώπου από μια ονειρική εφιαλτική προανθρώπινη σε ἁνθρώπινη κατάσταση με εξωτερική βοήθεια.

Για τον Σοφοκλή δεν υπάρχει προ ἁνθρώπινη κατάσταση του ἁνθρώπου αλλά από τη στιγμή που υπάρχει άνθρωπος, η ουσία του ορίζεται με την δημιουργική και αυτοδημιουργική του πράξη -ποίηση, με την αυτοδιδαχή του.  Αντίθετα με τον Αισχύλο, δεν ενδιαφέρεται για την μαντική.

Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος ο Σοφοκλής τα συλλαμβάνει κατά ριζικό τρόπο ως ομοούσια με την δεινότητα, τη διφυΐα του ἁνθρώπου,  την έμφυτη ύβρη του, «τόλμας χάριν» και την τάση του να φρονεί μόνος.  Η κάθαρση, διδάσκει, βρίσκεται στην επιδίωξη ο Άνθρωπος να γίνει Υψίπολις, «παρέστιος» και «ίσον φρονών» συνυφαίνοντας τους νόμους χθονός με την θεών ένορκον δίκαν. 

Το δεινόν « Ἃνθρωπος» 

Ο χορός στο περίφημο στάσιμο της Αντιγόνης, μιλάει για το «δέος» (τρόμο και θαυμασμό) που προκαλεί ο Ἁνθρωπος, με τα κοινωνικά πνευματικά επιτεύγματά του για την ανάπτυξη του πολιτισμού από μια αρχική κατάσταση αγριότητας.

Τη ναυσιπλοΐα και τη γεωργία, το κυνήγι, το ψάρεμα και την εξημέρωση των ζώων, την ανάπτυξη της γλώσσας και της λογικής, τη δημιουργία κοινωνιών, την οικοδομία και την ιατρική. 

η δεινότητά του – Ο Ἃνθρωπος είναι το «δεινότερον των δεινών»

Το νόημα όλης της τραγωδίας βρίσκεται στην καταπληκτική, παράγωγη νοηματικά του «δέους» γενίκευση. Πολλά είναι τα φοβερά στον κόσμο Μα τίποτε φοβερότερο από τον άνθρωπο («Πολλά τ δειν κοδν νθρπου δειντερον πλει») που συνδέεται άμεσα με τις ύψιστες σημασίες που διακυβεύονται μέσα στην τραγωδία[9]

Η καίρια λέξη των στίχων είναι φυσικά το «δεινός».

Κάθε σκέψη επιλογής σημασίας είναι ιερόσυλη.  Συστέλλει εντελώς άδικα την αξία της λέξης.  Η χρήση της από το Σοφοκλή εμπεριέχει την πρόθεσή του ν’ αποδώσει στον Ἃνθρωπο, ως «δεινόν,  κάθε νοητή σημασία της, όπως επιχειρεί δειγματοληπτικά να τις ορίσει ο Καστοριάδης.

  • Δεινός, που προκαλεί δικαιολογημένα δέος, φόβο και τρόμο, άρα
  • φοβερός, τρομερός
  • άρα και επικίνδυνος,
  • καταπληκτικά δυνατός,
  • ισχυρός,
  • θαυμάσιος και αξιοθαύμαστος,
  • ενδεχομένως, βίαιος και παράξενος (Heideger)),
  • υπερικανός,
  • επιδέξιος,
  • σοφός,
  • αριστοτέχνης που βρίσκει λύση πάντα,
  • που δεν είναι ποτέ χωρίς μέσα, παντοπόρος (πολυμήχανος και πολύτροπος θα έλεγε ο Όμηρος), ικανός ν’ αντιμετωπίζει ότι κι αν φέρνει το μέλλον (παντοπόρος· ἄπορος ἐπ᾽ οὐδὲν ἔρχεται τὸ μέλλον…, ως «καὶ δυσαύλων πάγων ὑπαίθρεια καὶ δύσομβρα φεύγειν βέλη».

Το σημασιακό σύμπλεγμα της λέξης φωτίζεται κι από την ουσιαστικά υπερθετική επανάληψη της λέξης, που ακολουθεί με την άρνηση του συγκριτικού «κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινό­τερον πέλει».

Το «δεινός» προσδιορίζει τον άνθρωπο και προσδιορίζεται από τον άνθρωπο.

Είναι ο χαρακτήρας εκείνος που κανένα ον δεν τον παρουσιάζει στον ίδιο βαθμό με τον ἁνθρωπο. 

Τίποτε δεν είναι πιο τρομερό, θαυμάσιο, ικανό, αποτελεσματικό, πραγματοποιητικό από τον ἁνθρωπο.

Τίποτε μπορεί να τον καταβάλει.

Ούτε οι φουρτουνιασμένες Θάλασσες, που τις περνά με τα καράβια του  μέσα από μανιασμένα κύματα του «βορέα» ή του νότου του χειμώνα που άλλοτε τον καταβυθίζει και άλλοτε τον ανυψώνει[10],

ούτε η αιώνια γη, που, ζεύει τ’ άλογα στ’ αλέτρι και τη σκάβει, την καταπονάει («….Γαν άφθιτον, ακαμάταν, αποτρύεται…») και 

και να παλεύει την πολύπονο τύχη του,  

ούτε τα άγρια θηρία, τίποτε από τη φύση.  

Ούτε λοιπόν και οι θεοί ! 

Έμαθε να μιλάει, να χτίζει πολιτείες, σπίτια να γλυτώσει από την βροχή κι από τα χιόνια …

Το επιβεβαιώνει αμέσως ο χορός μιλώντας για τον «πολιό πόντο», την τρικυμισμένη θάλασσα και το νοτιά του χειμώνα, στοιχεία που είναι ασφαλώς δυνατότερα από τον άνθρωπο όπως και για τα «θηρών αγρίων» και τόσα άλλα όντα και στοιχεία. 

Που, όλα όμως,  είναι, ότι είναι από τη φύση τους

Σ’ οποιονδήποτε χρόνο έκαναν, κάνουν και θα κάνουν τα ίδια πράγματα και τις δυνάμεις που έχουν  μια για πάντα χωρίς να μπορούν να τους αλλάξουν το «τι εστίν τους» που τα καθορίζει και δεν προέρχεται από αυτά τα ίδια.

Αλλά το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τους θεούς.

Είναι συντριπτικά πιο δυνατοί από τον ἁνθρωπο. 

Είναι προικισμένοι με δυνατότητες  και ικανότητες δεν είναι όμως παντοδύναμοι. Είναι αθάνατοι, όχι όμως αιώνιοι από τη φύση τους. Οι θεοί είναι αυτό που είναι από τη φύση τους, χωρίς να έχουν κάνει τίποτε για να είναι. 

Δεν έχουν ανάγκη να καταφύγουν στην τέχνη. Ο Ποσειδώνας για να μετακινηθεί στα θαλάσσια κτήματα του ούτε η Αθηνά έχει ανάγκη για να γράψει κάτι. 

Ο Ήφαιστος δεν επινόησε την ασύγκριτη τέχνη του.  Του είναι έμφυτη.  Ο Ήφαιστος είναι η τέχνη όπως ο Ἂρης είναι ο πόλεμος όπως η Αθηνά είναι η σοφία.

Ο Ἃνθρωπος, αντίθετα, το ον του οποίου ουδέν δεινότερον πέλει, δεν έχει ένα φυσικό προικισμό.

Το «τι εστίν» του ἁνθρώπου είναι έργον του ίδιου του ἁνθρώπου. 

Ο Ἃνθρωπος θέτει τον εαυτό του ως ἁνθρωπο. 

Ο Ἃνθρωπος δημιουργεί την ουσία του και η ουσία αυτή είναι η δημιουργία και η αυτοδημιουργία του[11].

Ότι αυτή είναι η σύλληψη και το μήνυμα του Σοφοκλή γίνεται φανερό πέρα από κάθε αμφιβολία με μία λέξη της μέσης ρηματικής φωνής, που, ως γνωστόν δηλώνει την επιστροφή της ενέργειας της αυτογνωσίας πάνω στο υποκείμενο της:

«Εδιδάξατο» !

Με την ρηματική λέξη, «εδιδάξατο», ο Σοφοκλής αναπροσδιορίζει και ανατοποθετεί  όλα όσα ελέχθησαν στο χορικό, όλα τα έργα και δημιουργήματα του ἁνθρώπου που σχετίζονται με συγκεκριμένες τέχνες, τη ναυσιπλοΐα, τη γεωργία και τα λοιπά, ότι προέρχονται από τον ίδιο τον ἃνθρωπο και προϋποθέτουν αυτά που ο ίδιος ο ἃνθρωπος εδιδάξατο, δηλαδή,  «φθέγμα και ανεμόεν φρόνημα και αστυνόμους οργάς».

Φαινομενικά αντίθετος με τον Αισχύλο που μίλησε για την ἁνθρωπογονία, ως αποτέλεσμα των δώρων του Προμηθέα, ο Σοφοκλής λέει, ότι ο ίδιος ο άνθρωπος «εδιδάξατο», εδίδαξε τον εαυτό του[12].  Χρησιμοποιώντας τη μέση φωνή του ρήματος η πρόθεσή του είναι να στείλει το μήνυμα στο μέλλον, ότι ο «Ἃνθρωπος δεν παίρνει από κάποιον άλλον που ήδη την κατέχει μια γνώση και του την δίνει, του την προσφέρει, του την μεταβιβάζει».

 Ο Ἃνθρωπος δεν έχει τον λόγο, ως φυσική ιδιότητα, ως προίκιση. Ο ίδιος την διαμόρφωσε και τη δίδαξε στον εαυτό του. 

Τα δώρα του Προμηθέα στον Ἃνθρωπο αναδιατυπώνονται με θαυμαστή αντίθεση στην Αντιγόνη από τον Σοφοκλή με τους στίχους του που τεκμηριώνουν τη δεινότητα του Ἁνθρώπου και θεμελιώνουν την ερμηνεία ότι ο ίδιος «εδιδάξατο».

…Το φθέγμα καὶ ἀνεμόεν φρόνημα….

Ἐδιδάξατο καὶ φθέγμα καὶ ἀνεμόεν φρόνημα καὶ ἀστυνόμους ὀργὰς!

Εδημιούργησε το φθέγμα, τη γλώσσα, το λόγο, την ομιλία, τη σκέψη τη γρήγορη σαν τον άνεμο που πηγαίνει παντού.

Ο Σοφοκλής, τονίζει έτσι και την καθολικότητα της ἁνθρώπινης αυτοδημιουργίας, θυμίζοντας αβίαστα την αναφορά του Περικλή για την ικανότητα των Αθηναίων, «πᾶσαν μὲν θάλασσαν καὶ γῆν ἐσβατὸν τῇ ἡμετέρᾳ τόλμῃ καταναγκάσαντες γενέσθαι” (να αποβαίνουν και εξουσιάζουν κάθε γη και θάλασσα ), πανταχοῦ δὲ μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀίδια ξυγκατοικίσαντες…».

“και τας «αστυνόμους οργάς»» -τους νόμους χθονός.

Ο Ἃνθρωπος όμως εδιδάξατο και τας «αστυνόμους οργάς», φράση που σε καμιά περίπτωση έχει το νόημα που αποδίδει λανθασμένα και σκοπίμως στρεβλά, ο Χάιντεγκερ ως «πάθος κυριαρχίας πάνω στις πόλεις»[13]Δεν μπορεί να υπάρχει κυριαρχία πάνω στις πόλεις, χωρίς αυτές να έχουν υπάρξει προηγουμένως.  Η πολιτικότητά του ἁνθρώπου δεν είναι δοσμένη και δεδομένη.

Τας «ἀστυνόμους ὀργάς» αντιλαμβάνεται ο ποιητής στη «στιγμή» ( στο οντολογικό στρώμα) όταν ο άνθρωπος δημιουργεί τη γλώσσα και τη σκέψη και αναπτύσσεται η προδιάθεσή του, τα πάθη, τις (προ)διαθέσεις, τις ορμές που αυτοδιδάσκεται ότι χρειάζεται για να δημιουργήσει τους θεσμούς για να δώσει νόμους στην πόλη, «τους νόμους χθονός», για να υπάρξει η πόλη..

Χωρίς πάθος οι θεσμοί και οι νόμοι του άστεος, οι νόμοι χθονός δεν μπορούν να δημιουργηθούν ή να διαφυλαχθούν, αλλά ούτε και να διατηρηθούν, είναι η ιδέα του Σοφοκλή.

Η ερμηνεία φαίνεται να καθόρισε τη μελλοντική συνεισφορά του Καστοριάδη στην έννοια των θεσμών, στις ιδέες και σκέψεις για τη φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, την αυτονομία και τις προσεγγίσεις της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και δημοκρατίας. 

Το «ίσον φρονείν»:

Κορυφαίο μήνυμα της τραγωδίας της Αντιγόνης, το οποίο αποτελεί συγχρόνως κορύφωση της δημοκρατικής πολιτικής σκέψης και στάσης είναι ότι αποκλείει και καταδικάζει το «μόνος φρονείν» γιατί αναγνωρίζει την έμφυτη, λόγω της διφυΐας του, ύβρη των ἁνθρώπων. Απαντά σ’ αυτήν με τη φρόνησιν και αντιμετωπίζει τα έσχατα προβλήματα του αυτόνομου ἁνθρώπου και ως ατόμου και ως πολιτικής κοινότητας που μπορεί να τα συνοψίσει κανείς σε μία φράση, το πρόβλημα του αυτοπεριορισμού.

Αυτοπεριορισμός, ο οποίος είναι απαραίτητος ακριβώς γιατί ο άνθρωπος είναι δεινός και γιατί την δεινότητα αυτή τίποτε  εξωτερικό δεν  μπορεί να την περιορίσει ουσιαστικά, ούτε βέβαια η θεῶν ἔνορκος δίκα, όπως στη συνέχεια αναλύεται. 

Αυτή είναι ΜΙΑ από τις αρχές που διέπουν την ζωή των ἁνθρώπων αλλά με κανένα τρόπο δεν φτάνει. Αν έφτανε, δεν θα υπήρχε, όπως λέει ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ούτε Αντιγόνη ούτε τραγωδία ούτε και πόλη όπως και δεν μπορεί να υπάρξει τραγωδία πραγματικά και πόλη εκεί που μια έσχατη αρχή δίνει απάντηση σε όλα τα ερωτήματα, όπως συμβαίνει διαχρονικά στον πλανήτη σήμερα, στον κόσμο το χριστιανικό, στον κόσμο της εξουσίας και της δύναμης, στον κόσμο τον πλατωνικό.

Η τραγωδία και ειδικά η Αντιγόνη προϋποθέτει ακριβώς την δεινότητα του ἁνθρώπου που κορυφώνεται αλλά και  αυτοκαταστρέφεται με την ύβρη αλλά και που μπορεί επίσης  όταν είναι συνυφασμένη με το «ίσον φρονείν» να του επιτρέψει να φτάσει στο ύψος του Υψίπολι.

Εξ ου και η εσωτερική ανάγκη που αισθάνεται ο ποιητής να αρχίσει περιγράφοντας και υμνώντας αυτή τη δεινότητα πράγμα που απασχολεί το χορό στο μεγαλύτερο μέρος του στάσιμου.

Όριο της δεινότητας του, εσωτερικό και εγγενές στον Ἃνθρωπο  είναι η διφυΐα του που τον κάνει άλλοτε να βαδίζει άλλοτε προς το κακόν και άλλοτε προς  το «εσθλόν», όριο γιατί ο Σοφοκλής όπως και ο Θουκυδίδης 20 – 30 χρόνια αργότερα  ενώ περιγράφει μια τιτανική διαδικασία δημιουργίας και πρόσκτησης δύναμης και δυνάμεων του ἁνθρώπου δεν βλέπει δικαιότατα οποιαδήποτε ηθική πρόοδο που να επιτελείται και να  συντελείται μέσω αυτής της διαδικασίας.

Το  κακόν και το εσθλόν πάντα συνόδευαν και θα συνοδεύουν τον ἃνθρωπο πάντα θα είναι οι δύο πόλοι που εναλλασσόμενοι κατευθύνουν τα βήματά του.

Το αποδεικνύει, όπως σημειώθηκε παραπάνω, η εμπειρία 25 αιώνων μεγαλουργημάτων αλλά και τερατωδών κακουργημάτων τα χειρότερα από τα οποία κακουργήματα έγιναν με την επίκληση του «εσθλού» και της εγκόσμιας ή εξωκοσμικής σωτηρίας του ἁνθρώπου. 

Θα ήταν λάθος όμως να επισημανθεί μοιρολατρικότητα στην αναμφισβήτητη αυτή διαπίστωση. 

Ο ἃνθρωπος δεν θα πάψει να βαδίζει «τοτέ μεν καλόν, τοτέ δ’ επ’ εσθλόν», επιδιώκοντας ή μη αέναα να συνυφαίνει τους νόμους χθονός με την θεῶν ἔνορκον δίκαν με την ελπίδα να γίνει Υψίπολις.  

Ζητούμενο θα παραμένει πάντα αν το καταφέρνει. 

Η ελπίδα θα παραμένει ζωντανή, αν δεν χάνεται ο μίτος με την αρχή. Μια αρχή, που οι Έλληνες πρέπει να διαλαλούν, μεταφέροντας τα μηνύματα των αρχαίων αθηναϊκών τραγωδιών και του πνεύματος της Αθήνας του 5ου αιώνα.

Τα μόνα όρια που η τραγωδία βλέπει στον Ἃνθρωπο είναι ο διχασμός της φύσης του, η διφυΐα του και ο θάνατος.

Τα όρια του Ἁνθρώπου:

Ο διχασμός της φύσης του « Ἁνθρώπου», η διφυΐα του

Ο Ἃνθρωπος που περιγράφεται και υμνείται στο μεγαλύτερο μέρος του χορικού και ιδιαίτερα με το στίχο, «τέχνας ὑπὲρ ἐλπίδ’ ἔχων τοτὲ μὲν κακόν, ἄλλοτ’ ἐπ’ ἐσθλὸν ἕρπει» συνδέει τη δημιουργική του δεινότητα μ’ έναν ανυπέρβλητο διχασμό της φύσης του και μ’ όλη τη σοφία του που μηχανεύεται τόσες ανέλπιστες κι αφάνταστες τέχνες εν τούτοις σέρνεται πότε στο καλό και πότε στο κακό, όταν δεν σέβεται τους ανθρώπινους νόμους μα και τους άγραφους νόμους των θεών.

Η  σοφία και η τέχνη του Ἁνθρώπου ξεπερνά κάθε προσδοκία, όμως η διπλή φύση, η διφυΐα του, τον κάνει να έρπει, να βαδίζει άλλοτε προς το καλό και άλλοτε προς το κακό (όπως πολιτικά τα προσδιορίζει) και να γίνεται «ὑψίπολις  ή ἄπολις».

Ο Ἃνθρωπος βαδίζει προς το καλό όταν κατορθώνει να συνυφάνει («παρείρων») τους νόμους της πόλης, τους «νόμους χθονός», τους νόμους της πολιτικής κοινότητας με την θεῶν ἔνορκον δίκαν, την δικαιοσύνην των θεών την δίκη την κατοχυρωμένη από τους όρκους που συνδέονται με τους ιερούς θεσμούς που διέπουν τις σχέσεις των μελών της οικογένειας και του γένους, το ιερό όρκο της ταφής των νεκρών στην υπόψη τραγωδία.

Σ’ αυτή την περίπτωση όταν κατορθώνει αυτό το «παρείρειν», το συνυφαίνειν, ο Ἃνθρωπος γίνεται Υψίπολις, (υψηλός μέσα στην πόλη του), “παρέστιος»,  μέλος δηλαδή μιας πολιτικής, της ἁνθρώπινης κοινότητας νόμους παρείρων χθονς θεν τ νορκον δίκαν·
ψίπολις»).

Όμως ο Ἃνθρωπος που «τόλμας χάριν»,  εξαιτίας της υπερβολικής του τόλμης, δηλαδή της  αυθάδειας του, του θράσους, της ύβρεως, αφήνει το μη καλόν να τον κατοικήσει γίνεται Ἂπολις βγαίνει από την πολιτική κοινωνία των ἁνθρώπων.

Γίνεται χωρίς εστία και χωρίς τόπον.  Όπως λένε οι Γάλλοι, «sans foi ni loi», και «sans feu ni lieu». Είναι ανάξιος να στέκεται στην κορυφή της πόλης, εκείνος που γίνεται κακός και άδικος από τη θρασύτητά του και μόνο.

Αυτόν τον Ἂπολιν ο χορός δηλώνει, ότι θεωρεί ανεπιθύμητο. «Ούτε στο σπίτι μου τον θέλω, ούτε στην πολιτεία μου», λέει.  Αλλά και μη, ως «ίσον φρονούντα», μη προικισμένον με την ίδια φρόνηση την ίδια – ίση, κοινήν των πολιτών – φρόνηση και μη δικαιούμενο να θεωρεί τον εαυτό του ίσον με τους άλλους πολίτες. (ἄπολις ὅτῳ τὸ μὴ καλὸν ξύνεστι τόλμας χάριν μήτ᾽ ἐμοὶ παρέστιος γένοιτο μήτ᾽ ἴσον φρονῶν ὃς τάδ᾽ ἔρδοι).

Το  συγκεκριμένο αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι παρά ο θάνατος η φυγή και η εξορία.

Η  Αντιγόνη και ο Κρέων εκπροσωπούν δύο αντιμαχόμενες αρχές.  Είναι, οι «νόμοι χθονός» και η «θεν νορκος  δίκα» 

Στην τραγωδία δείχνονται, ως ανίκανοι να τις συνυφάνουν.  Ο καθένας τους  με την τυφλή και απόλυτη υπεράσπιση της μιας από τις δύο αρχές γίνεται υβριστής και «πολις»

Ξεπερνώντας τα όρια του  «φρονείν» καθηλωμένος στο «μόνος φρονείν» ο υπέρμαχος των νόμων της πόλης Κρέων γίνεται πολις αλλά είναι επίσης προφανές ότι η ίδια η Αντιγόνη είναι εξίσου πολις.

Όταν ο φύλακας την συνέλαβε να προσπαθεί για 2η φορά να ρίξει χώμα πάνω στον πτώμα του Πολυνείκη, ο χορός εκφράζοντας την λύπη του απευθύνεται στην Αντιγόνη, όχι, ως πρόμαχο της ευσέβειας και του σεβασμού των θείων νόμων. Την χαρακτηρίζει, ως τρελή, «εν αφροσύνη καθελώντες» κι ότι η αφροσύνη της, την κατηγορεί, έγκειται στο ότι και αυτή όχι μόνο είναι ανίκανη να συνυφάνει τις δύο αρχές αλλά «τόλμας χάριν» υπερβαίνει τα όρια.

Το μήνυμα είναι σαφές, πόλις χωρίς νόμους χθονός δεν μπορεί να υπάρξει και, παραβιάζοντας τους νόμους αυτούς,  η Αντιγόνη γίνεται πολις και βγαίνει από το «ίσον φρονείν».

Ο ποιητής λέει στο δήμο των Αθηναίων και αυτό είναι το πολιτικό νόημα της τραγωδίας, ότι «ακόμη και όταν έχουμε δίκιο μπορεί να έχουμε άδικο. Δεν υπάρχει ποτέ λογικός λόγος».

Πραγματικά οι επιχειρηματολογίες του Κρέοντα από τη μια μεριά της Αντιγόνης από την άλλη θεωρημένες καθ’ εαυτές είναι στεγανές, δεν αφήνουν περιθώριο λογικής αναίρεσης.  Ο Σοφοκλής μέσα στην ίδια την τραγωδία το εκφράζει καθαρά με το στόμα του Αίμονος, του γιου του Κρέοντα που λέει στον πατέρα του:

  • Ούτε θέλω ούτε μπορώ («ούτ αν δυναίμην μητε πιστεύειν λέγων»)
  • (να πω) ότι έχεις άδικο.
  • Έχεις όμως άδικο γι άλλους λόγους
  • Διότι επιμένεις να έχεις λόγους μόνος σου ή
  • μόνος εσύ,

και συνεχίζοντας

  • «…όστις γαρ, αυτός η φρονείν μόνος δοκεί ή γλώσσαν την ουκ άλλος ή ψυχήν έχειν ούτοι διαπτυχθέντες ώφθησαν κενοί…».

Εκείνοι που ή νομίζουν ότι μόνοι αυτοί φρονούν ή έχουν λόγο ή ψυχή που κανείς άλλος έχει .. «ούτοι διαπτυχθέντες» – άμα τους ανοίξεις όπως ανοίγεις ένα κουτί – «ώφθησαν κενοί»,  αποδεικνύονται κούφιοι μέσα τους.

Ο Κρέων έχει άδικο παρόλο που έχει δίκιο γιατί επιμένει στο «μόνος φρονείν» δεν βρίσκεται μέσα στο «ίσον φρονείν» δεν θέλει, δεν είναι ικανός να ακούσει τους λόγους του άλλου και των άλλων είναι μέσα στην ύβριν δεν κατορθώνει να συνυφάνει. 

Ο Σοφοκλής δεν θεωρεί τις αντιμαχόμενες αρχές απολύτως ασυμβίβαστες αφού όπως λέει ο ίδιος στο τέλος του χορικού ο άνθρωπος μπορεί να γίνει Υψίπολις συνυφαίνοντάς τες.. «παρείρων».

Ο θάνατος:

Ως απόλυτο όριό του εδιδάξατο ο Ἃνθρωπος ότι είναι ο θάνατος,

… ιδα μόνον φεξιν οκ πάξεται).

Ο Άδης τελειωτικός σύμφωνα με την προκλασική και κλασσική ελληνική αντίληψη του 5ου αιώνα δεν συνδέεται με αθανασίες και άλλα ηχηρά παρόμοια και με φρούδες ελπίδες για μετά θάνατο ζωή, υπενθυμίζεται ως έσχατη αλήθεια,

Και όμως.

Υπογραμμίζοντας τη δεινότητα του όντος αυτού η προκλασική και κλασσική ελληνική αντίληψη του 5ου αιώνα είναι ότι ο Ἃνθρωπος αν και αναγνωρίζει τη θνητότητά του δεν παύει εν τούτοις, την αιώνια, την υπέρτατη θεά, την αιώνια, την  άφθαρτη τη Γη, να παιδεύει, την ακάματη, οργώνοντας με τα καματερά, χρόνο το χρόνο φιδοσέρνοντας το αλέτρι «….Γαν Άφθιτον, ακαμάταν, ν’ αποτρύεται…».  

Η «ἔνορκος δίκα»

Η τραγωδία της Αντιγόνης επιτρέπει αδίστακτα την κρίση, ότι όπως η δίκη των θεών δεν αρκεί, το ίδιο δεν αρκούν οι νόμοι χθονός.

Υπακούοντας  σ’ αυτούς ο Ἃνθρωπος πρέπει να ξέρει ότι οι κάθε φορά υπάρχοντες νόμοι δεν καθορίζουν αποκλειστικά το θεμιτό ούτε εξαντλούν το απαγορευμένο.

Κάποιο άλλο στοιχείο πλάϊ στον εκάστοτε θεσμισμένο, θετικό κι όπως και να ‘ναι  χωροχρονικά εντοπισμένο, άρα σχετικό νόμο πρέπει να υπάρχει που χωρίς να τον αναιρεί ή να τον υπαγορεύει χρειάζεται να  συνυφανθεί μαζί του.

Αυτό το στοιχείο ο ποιητής με τη γλώσσα και τις παραστάσεις της εποχής του το ονομάζει «θεν νορκον δίκαν».

Η δίκη αυτή, η ένορκος δίκη των θεών εμφανίζεται έτσι ως ένα ακόμη, τρίτο όριο της ἁνθρώπινης πράξης -ποίησης.

Ο Ἃνθρωπος  αυτοδιδάσκεται τους νόμους του, τους θέτει και τους θεσμίζει, πλάϊ όμως σ αυτούς τους νόμους υπάρχει η δίκη των θεών που δεν φτάνει βέβαια. Αλλιώς δεν θα χρειάζονταν και δεν θα υπήρχαν οι νόμοι χθονός αλλά που δεν μπορεί να παραγνωριστεί. 

Ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη δίνει ένα συγκεκριμένο δραματικό διλημματικό περιεχόμενο στην ένορκον δίκα των θεών, στο κορυφαίο διάλογό της με τον Κρέοντα:

«….

  • ομολογείς ή αρνείσαι πως έκανες αυτά που λέει,
  • τα ομολογώ κι ούτε σκέφτηκα ποτέ μου να τ αρνηθώ
  • Και τώρα απάντησε μου εσύ.. σύντομα και χωρίς πολλά λόγια .  Ήξερες τη διαταγή μου να μη θάψουν το νεκρό …
  • το΄ξερα …
  • και μόλον τούτο τόλμησες να παραβείς τους νόμους μου;
  • Δεν με διέταξε ο Δίας, ούτε οι θεοί του κάτω κόσμου μας όρισαν τέτοιους νόμους κι
  • ούτε φαντάστηκα ποτέ πως οι διαταγές σου θα έχουνε τέτοια δύναμη ώστε να μπορείς εσύ, ένας θνητός να ξεπεράσεις τους άγραφτους κι ασάλευτους θεϊκούς νόμους που δεν είναι ούτε σημερινοί, ούτε χθεσινοί μα αιώνιοι και κανείς μας δεν ξέρει από πότε υπάρχουν.
  • Δε λυπάμαι που θα πεθάνω, αν όμως άφηνα ακήδευτο τον αδελφό μου αυτό ναι !  θα λυπόμουνα…. 
  • σου φαίνομαι άμυαλη δεν είν’  έτσι ..;
  • δεν ξέρω μόνο ποιος απ΄ τους δυο μας πραγματικά είν’ ο άμυαλος !
  • (ο χορός) σκληρός ο χαρακτήρας του παιδιού σαν του πατέρα της …δεν έμαθε να λυγάει μπροστά στη δυστυχία.
  • Μα την αλήθεια αυτή θα ναι άντρας κι εγώ θα με γυναίκα αν μπορεί να ποδοπατάει έτσι τη βασιλική μου εξουσία…..»

Κι έτσι η ένορκος δίκα συναντά  τα όρια της:

  • Λατρεία θεών χωρίς πόλη χωρίς έννομη ἁνθρώπινη κοινότητα δεν είναι νοητή.
  • Πόλη που να μην προστατεύει τον εαυτό της από την προδοσία τη συνεργασία με τους εχθρούς με μόνο κίνητρο την δίψα της προσωπικής εξουσίας επίσης δεν είναι νοητή.
  • Η μη κύρωση της διαγωγής του Πολυνείκους θα καθιστούσε στις οριακές της συνέπειες  αδύνατη τη λατρεία των θεών. Η κύρωσή της με τον τρόπο που αποφάσισε ο Κρέων την απαγόρευση της ταφής προσβάλλει επίσης τους θεούς.

Η  δίκη των θεών εδώ δεν είναι μονοσήμαντη κι αυτό το γνωρίζουμε άφθονα από τον Όμηρο και από πολλές άλλες τραγωδίες οι ίδιοι είναι σε πόλεμο μεταξύ τους, οι ίδιοι δεν έχουν νόμους οι σχέσεις τους ρυθμίζονται από τη δύναμη όχι από το νόμο και ο Ορέστης του Αισχύλου είναι ένα από τα τόσα θύματα της διαμάχης τις θεών. 

Οι  επιταγές των θεών είναι σκοτεινές και πολυσήμαντες και μπορούν να οδηγήσουν στην καταστροφή, όπως πράγματι οδηγούν την Αντιγόνη στην καταστροφή. Όπως οδηγούν και τον Ιππόλυτο στην καταστροφή οι επιταγές της Αφροδίτης και τόσα άλλα

Το  πως θα το ονομάζαμε εμείς σήμερα αυτό που μας δίνει τη δυνατότητα κάθε φορά  μέσα από τη θεσμισμένη τάξη κι αν ακόμη την επικροτούμε να μπορούμε να δούμε κάτι που πηγαίνει ενδεχομένως πέρα από τη θεσμισμένη τάξη και ίσως να μας επιτρέπει να την αλλάξουμε το πως θα το λέγαμε εμείς σήμερα είναι μια μεγάλη πρόκληση, που δεν βρίσκει εύκολη απάντηση.

Ίσως η αναζήτηση και η αναγνώριση, ότι η υπερβολή, κατά την ίδια λογική και αναλογική σχέση μύθου και πραγματικότητας,  στοιχείο, το οποίο είναι σύμφυτο με τη φύση, την ατέλεια και τη δεινότητα συνάμα του ἁνθρώπου να πρέπει να περιέχεται στην δεινή προσπάθεια που απαιτείται για τη διάγνωση αν πράγματι υπάρχει αντίφαση και αντίθεση και αν είναι νοητή συνύφανσή τους αντί της ανάγκης επιλογής.

Η δυστοπική πορεία προς μια νέα κοινωνία:

Βαριά σύννεφα σκιάζουν τον πλανήτη.

O Ἃνθρωπος υποχρεώνεται να επιστρέφει με γοργούς ρυθμούς και με διαφορετικό τρόπο στην εποχή των σπηλαίων. Με τρόπο που θυμίζει τον Γκαίμπελς[14] ή σύγχρονους μιμητές του[15]

Ο πλανήτης βιώνει ένα βαρύ χειμώνα παγκόσμιας απολυταρχίας, ισοπέδωσης και φίμωσης του φθέγματος, της ελευθερίας και της πραγματικής δημοκρατίας.

Αξεπέραστα γεωπολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, ενεργειακά και άλλα αδιέξοδα και εμπόδια συσσωρεύονται ως αποτέλεσμα άφρονων πολιτικών κυριαρχίας, επιδίωξης άνομων ή ανήθικων συμφερόντων, εξουσίας και επικράτησης δημιουργώντας ιδιαίτερη απαισιοδοξία για το αν υπάρχουν ή μπορούν να δημιουργηθούν οι ικανές και αναγκαίες συνθήκες και η ικανότητα του ἁνθρώπου να δρομολογήσει μια μεγάλη επανεκκίνηση στο ορατό μέλλον. 

Η μετριότητα, ισχυρίζεται ο Κώστας Αξελός φαίνεται να είναι, το πεπρωμένο της μέσης νθρώπινης διάνοιας»[16]. 

Ο σύγχρονος, μικρόκοσμος, είτε καπιταλιστικός, είτε λεγόμενος σοσιαλιστικός – γιατί δεν έχομε σοσιαλιστικό κόσμο πουθενά σε όλη την υφήλιο – δεν φαίνεται να έχει ανάγκη από σκέψη. 

Η αγωνία ο πόνος του μοντέρνου, σύγχρονου, μικρού κό­σμου δεν φαίνεται να είναι ακόμη αρκετά μεγάλα, αρ­κετά βαθιά, αρκετά ριζικά ώστε να δημιουργήσει μια α­νάγκη σκέψης, όχι βέβαια σε μεμονωμένους στοχα­στές / Προμηθείς εδώ ή εκεί αλλά σκέψη που να εμψυχώνει σε επί­πεδο κρίσιμης μάζας, τον ἁνθρωπο.

Η τεχνικοεπιστημονική, θεωρητική και πρακτική δραστηριότητα φαίνεται να αρκεί σ’ αυτό τον κόσμο, όπου προστίθενται κάθε λογής παρδαλόχρωμες ιδεολογίες που επιβάλλουν οι διαχρονικοί θεοί πασχίζοντας να διατηρούν την ηγεμονική τους θέση. 

Στην πραγματικότητα, όμως, το πρόβλημα που αντι­με­τω­πίζει ο ἃνθρωπος σήμερα είναι κατά πολύ τρο­μακτικότερο. 

Είναι ότι, επιδιώκεται η πραγμάτωσή τους και επικρατούν οι σκοτεινές σημασίες της δεινότητάς του, η πιο σκοτεινή έκφραση της διφυΐας του, σημάδι, ότι έρπει πια ανεπιστρεπτί προς το κακόν, ανίκανος να γίνει “ίσον φρονών” και “υψίπολις”, ανίκανος ν’ αντιμετωπίσει τους σύγχρονους θεούς, οι οποίοι έχοντας αποφασίσει γι άλλη μια φορά να τον κα­ταστρέψουν για να πάψει να τους απειλεί ενισχύουν το οπλοστάσιό τους και με πρόσθετα υπερσύγχρονα όπλα, όπως τις τεχνολογίες πληροφορικής και επι­κοινωνιών, τη βαθιά μάθηση, την τεχνητή νοημοσύνη, την εικονική πραγματικότητα και άλλα. 

Αλλά και με το φοβερότερο όλων, ανάμεσά τους:

Το «φθέγμα» που ο Δεσμώτης έκλεψε και έδωσε στον άνθρωπο ή ο ίδιος εδιδάξατο, αδιάφορο. 

Οι σύγχρονοι θεοί διεκδικούν να το επανακτήσουν και θέσουν υπό την κυριαρχία τους στη νέα παγκόσμια εκδοχή του, την Αγγλική γλώσσα που ήδη έχουν επιτύχει να επιβάλλουν σε παγκόσμιο επίπεδο, επιδιώ­κο­ντας με τον τρόπο αυτό να ελέγχουν, να δια­χει­ρίζονται και να καθορίζουν ακόμη και τον τρόπο διαχείρισης των σημαινόντων και των σημαινόμενων από τον άνθρωπο, δημιουργώντας του ευκολότερα ψευδαισθήσεις ελευθερίας,  δημοκρατίας και επικοινω­νί­ας, διδάσκοντας σημαίνοντα, αλλά και σημαινόμενα.

Με τον τρόπο αυτό οι θεοί ελπίζουν ότι διαιωνίζουν την ηγεμονία, την κυριαρχία και την εξουσία τους στους Ἁνθρώπους με σκοπό την εξυπηρέτηση των πιο σκοτεινών συμφερόντων και φιλοδοξιών τους και ότι επιτυγχάνουν να διατηρούν τον ἃνθρωπο, 

  • αιχμάλωτο και υποχείριό τους,
  • «…άτερ γνώμης…», “εν τοις ανηλίοις των άντρων μυχοίς¨ [17]
  • ανίκανο ν’ αποφύγει την σκοτεινή ύβρη
  • ολοένα περισσότερο και αναπότρεπτα άπολι και
  • ανίκανο ν’ αξιοποιήσει τη φωτεινή δεινότητά του,
  • αιχμάλωτο της διφυΐας του,
  • ανίκανο να ελευθερωθεί από τον ιστό που τού ύφαναν.

Το χρέος του σημερινού ἁνθρώπου:

T’ αδιέξοδα, εμπόδια και απειλές θα μπορούσαν να γίνουν θερμοκοιτίδα μιας Μεγάλης Σκέψης για πραγματική πολιτική και κοινωνική επανεκκίνηση αν υπήρχε τρόπος, ο Ἃνθρωπος να αναγνωρίσει, κατανοήσει τη δεινότητα και τα όρια του πράττειν – ποιείν, τη διφυΐα του, τον … θάνατο, που “..φεξιν του, οκ πάξεται, μεν, συνυφασμένου όμως με την δεινότητά του,  «….Γαν άφθιτον, ακαμάταν, αποτρύειν…»

Επιλέγοντας τον δρόμο προς το «σθλόν», θεσμίζοντας τους νόμους χθονός σε αρμονία με τας ἁστυνόμους οργάς, χωρίς την ύβρη που κάνει τον άνθρωπο άπολι και συνυφαίνοντας τους με την θεών ένορκον δίκαν αναζητώντας την δυστοπία, όπως φαίνεται, του ίσον φρονείν Υψίπολι ἁνθρώπου.

Ζητούμενο είναι ο τρόπος.  Δεν μπορεί, όμως, η απάντηση να είναι, η συμφωνία των ἁνθρώπων και των θεών, ούτε των εκτελεστών τους, των διάφορων Γκαίμπελς, Scwab, Rodrik[18], Hayek, Friedman και των ομάδων τους. Που με τις κοινωνικές δομές που ευαγγελίζονται γεννούν απόλιδες Ἁνθρώπους και των οποίων δομών η ανατροπή φαίνεται αδύνατη. 

Μόνο μέσα από διαδικασίες «παρείρειν» ο στοχασμός κι οι δράσεις μπορεί να ελπίζουμε ότι θα φωτίσουν τη σκοτεινή πλευρά της διφυΐας του ἁνθρώπου και θα κάνουν εφικτή τη δημιουργία των ικανών και αναγκαίων συνθηκών, όπως τις ευαγγελίζονται, ο Καστοριάδης και άλλοι για μια μετάβαση σε κοινωνία Υψιπόλεων.

Με προσεγγίσεις και τη συνειδητοποίηση ανάγκης  συνύφανσης δράσεων και στοχασμών, όπως ανάμεσα στα μαθηματικά και τη φιλοσοφία. Ή με τους τρόπους  που θα μας διδάξουν ο  Κορνήλιος Καστοριάδης και ο  Πωλ Ρικέρ και οι επίγονοί τους που έχουν χρέος να συνυφάνουν την “διαφωνία” τους: 

είναι δυνατή η ex nihilo δημιουργία μιας νέας κοινωνίας ή πρέπει ν’ αναγνωριστεί πως κάθε νέα ανθρώπινη παραγωγή προέρχεται μόνο από προ υπάρχουσες ιστορικές μορφές;

Είναι, πάντως η μόνη ελπίδα που απέμεινε για  τον πλανήτη[19].  Που ξεθωριάζει, καθώς ανατέλλουν τα νέα όππλα των θεών, η Τεχνητή Νοημοσύνη και η Διαλειτουργικότητα και νέες μορφές Παγκοσμιότητας 

Ο σκοπός και τα θεμέλια

Ο σκοπός είναι, το δυστοπικό όραμα το αμφίστομο Μαχαίρι που έχει στο νου του ο Άρης Αλεξάνδρου, ο “Υψίπολις”, ο ίσον φρονών ἁνθρωπος,  να σφυρηλατηθεί:  

  • μέσα από την αυτογνωσία, την αυτονομία, την επίγνωση της αυτοδημιουργίας της ἁνθρωπότητας πάνω στον τροχό που αντιπροσωπεύει το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και φθέγμα του 5ου αιώνα, όπως εκφέρεται με τα ­­μηνύματα των τραγωδών μας και όσων τα μεταλαμπάδευσαν μέχρι σήμερα[20]
  • Τιθασσεύοντας και ακονίζοντας πάνω στον τροχό, το φθέγμα, το ανεμόεν φρόνημα και, τας αστυνόμους οργάς [21] τη φαντασία και τους θεσμούς προ σε μια αέναη πορεία και
  • πάντα με προσοχή να ελέγχεται η λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων, ώστε να μην ξιπάσουν ή αποπροσανατολίσουν !  

Όπως έχει γραφεί, η Αντιγόνη «είναι μια από τις πρωϊμότερες μαρτυρίες για το αυξανόμενο ενδιαφέρον των Ελλήνων σχετικά με την ανάπτυξη των νθρωπίνων κοινωνιών και την αντίθεση ανάμεσα στη φύση και στον νόμο, θέματα κεντρικά στις νέες επιστημονικές, νθρωπολογικές και πολιτικές τάσεις των μέσων του 5ου αιώνα» (Μark Griffith).

Το όραμα υποχρεώνει τους Έλληνες να ξανασκεφτούν. 

Να ξαναβρούν τη σχέση και τους δεσμούς τους, τις ρίζες τους με τους αρχαίους Έλληνες που βίαια διέκοψε το Βυζάντιο και να διαλαλήσουν στα πέρατα του κόσμου, πως στην Ελλάδα ξεπήδησαν σπίθες, οι αριθμοί, ο χρόνος, τα γράμματα, ο λόγος, οι τέχνες, που διαλύουν τις φρούδες τυφλές ελπίδες, που διδάσκουν, πως ο Ἃνθρωπος «Άϊδα μόνον φεύξιν ουκ επάξεται», όμως αυτό δεν τον εμποδίζει, λέει ο Σοφοκλής «….Γαν άφθιτον, ακαμάταν, αποτρύεται…» στο σύντομο διάλειμμα ζωής που του χαρίζεται.  Δίνοντας έτσι πραγματικό νόημα στην «αθανασία» του καθώς πορεύεται ατέρμονα, μεταβλητά και καφκικά στον άπειρο («χωρίς πέρας») συμπαντικό κόσμο.

Με πρωτοβουλίες συμβολικές, αλλά και συνάμα θεμελιακές για την επανεκκίνηση, όπως θα μπορούσε να είναι, η ρεαλιστική, ένα Πανεπιστήμιο να δημιουργηθεί που θα υπηρετεί τον άνθρωπο και τη φύση και θα σπείρει τα μηνύματα της επανεκκίνησης από αρχαίους ελληνικούς τόπους. 

Με κλάδους, στα Άβδηρα και την Κω, τη Σάμο και τη Λέσβο στην Ακαδημία του Πλάτωνα και την Ολυμπία, στην Κάτω Ιταλία και στη Βεργίνα, στους Δελφούς και τη Δήλο, την Κνωσσό και τη Λέσβο κι όπου αλλού η σπίθα θα δυναμώνει με ολυμπιακές προδιαγραφές ενότητας, ειρήνης, ευημερίας.

Κι εκεί το αρχαίο ελληνικό πνεύμα σε μια αέναη πορεία – αναζήτηση της μεγάλης σκέψης να συναντά «παρείροντας/συνυφαίνοντας τις κορυφογραμμές των σκέψεων του / των Λάο Τσε, των Ουπανισάδων, του Ηράκλειτου, του Παρμενίδη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Αναξίμανδρου, του Θαλή, του Αναξιμέ­νη, αλλά και πιο σύγχρονων, του Λακάν, του Χάιντεγκερ, του Κάντ, του Άλντους Χάξλευ, του Όργουελ, του Βαλερί, του Αξελού, του Καστοριάδη, του Κέυνς, του Αμάρτυα Σεν και τόσων άλλων.

Κι εκεί να διδάσκεται πως να υπηρετείται ο Ἃνθρωπος, πως να πλησιάσουμε τις μεγάλες σκέψεις, πως να βρούμε τον μεγάλο Δρόμο που οδηγεί στον Κόσμο του Κώστα Αξελού, εκείνον με Κάπα Κεφαλαίο.  Όπου θα συγκεντρώνονταν σπουδαστές από τα πέρατα του Κόσμου.  Σ’ ένα Πανεπιστήμιο, που θα συνέβαλε στο να ξαναβρεί η χώρα μας τη θέση που της αρμόζει στον παγκόσμιο ιστό, σαν το λίκνο της δημοκρατίας και της δημιουργίας.

Εξοβελίζοντας όσα λένε οι λαίμαργοι διαχειριστές του σύγχρονου μέσου διαφθοράς και εξουσίας, του χρήματος, οι λάτρες των Hedge Funds (οι αντισταθμιστές των κινδύνων που οι ίδιοι δημιουργούν) και των πάσης φύσεως υποπροϊόντων τους, οι παραγωγοί – κυνηγοί των όπλων, του χρήματος και της εξουσίας.

Είναι κρίμα, ότι δεν βλέπουμε την σκυτάλη, που μας προσφέρεται, είναι κρίμα, ότι η ζήτηση σκέψης είναι είδος υπό εξαφάνιση και στη χώρα μας, κυρίως στη χώρα μας υπό την οπτική της παρούσας δοκιμής. 

Συνηθίσαμε, δυστυχώς, σ’ αυτή τη χώρα, μόνο και αδιάφορα να «βλέπουμε τα τραίνα να περνούν»[22] από δίπλα μας, να μην μας αγγίζουν ή ερεθίζουν διαχρονικές πρωτοβουλίες σημαντικών χωρών για την σπουδή της αρχαίας Ελλάδας και των θεσμών της, που έχουν οδηγήσει στη δημιουργία διάσημων παγκοσμίων Πανεπιστημίων, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουμε τα,

  • Πανεπιστήμιο Οξφόρδης – ΜS
  • Πανεπιστήμιο Warwick — BA
  • Πανεπιστήμιο Cambridge – BA
  • Πανεπιστήμιο Glasgow – MA
  • Πανεπιστήμιο St Andrews – MA
  • UCL (Πανεπιστήμιο College London) BA
  • Πανεπιστήμιο Edinburgh — MA
  • Πανεπιστήμιο Ρέντινγκ
  • Hellenic Studies – Humboldt-Universität zu Berlin
  • University of Rostock
  • Ludwig Maximilian University of Munich
  • University of Freiburg
  • Free University of Berlin
  • University of Regensburg
  • Justus Liebig University Giessen
  • Technical University of Dresden
  • University of Wuppertal
  • Goethe University Frankfurt
  • Heidelberg University
  • 20 universities providing master of ancient Hellas in France

Αποδίδοντας μ’ ευγνωμοσύνη το σεβασμό που πρέπει στις πολύτιμες πηγές μου

Μιχάλης Τσαγκατάκης

Αύγουστος 2022

  • Καστοριάδης, Κ. (1985). Η αρχαία πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας.
  • Καστοριάδης, Κ. (1993). Αισχύλεια ἁνθρωπογονία και Σοφόκλεια αυτοδημιουργία του ἁνθρώπου.
  • Σχισμένος, Α. (1985). Κοινωνικό φαντασιακό, ερμηνευτική και δημιουργία: Σκέψεις πάνω σ’ ένα φιλοσοφικό διάλογο του Κορνήλιου Καστοριάδη με τον Πωλ Ρικέρ. Kaboom, Τεύχος 1.
  • Sophocles: Antigone (Cambridge Greek and Latin Classics) Paperback – 9 Sept. 1999
  • Mark Griffith(Editor)
  • Γιώργος Πεφάνης ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
  • ΤΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ, Περιοδικό Λογείον Τεύχος 2, 2012
  • (John Finley, 1965 στη Συνάντηση των Αθηνών, καθηγητής της αρχαίας φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, μαθητής του Βέρνερ Γιέγκερ κι ένας από τους διαπρεπέστερους ελληνιστές)
  • Paul Valery, “EUPALINΟS OU L’ ARCHITECTE» («Ευπαλίνος ή ο Αρχιτέκτων»), 1921
  • «….Το Κράτος και η Βία έρχονται μετά του Ηφαίστου εις τον Καύκασον άγοντες τον Προμηθέα, όπως καθηλώσωσιν.  Ο μεν προσπασσαλευόμενος Τιτάν σιωπά, ο δε Ήφαιστος, μετά οίκτου τελεί το μακρόν έργον και αφ’ ου η δέσμευσις ήχθη εις πέρας, το Κράτος υβρίζει τον Δεσμώτην, όστις τας τιμάς των θεών αφελών έδωκε ταύτοις, τοις εφημέροις νθρώποις, οίτινες νυν δεν δύνανται ν’ ανακουφίσωσιν αυτόν.  Αφ’ ου δε ούτοι απήλθον, ο ευεργέτης του νθρωπίνου γένους την σιωπήν λύσας αποτείνει τον λόγον προς τον αιθέρα, τας πνοάς των ανέμων, τας πηγάς των ποταμών, τα πόντια κύματα, την παμμήτορα γην και τον πανόπτην του ηλίου κύκλον επιμαρτυρόμενος, οία θεος ων υπάρχει παρά θεών.

    Τους ήχους της καθηλώσεως ακούσασαι αι θυγατέρες του Ωκεανού, εξ ων συνίσταται ο χορός, έρχονται εις τον Καύκασον, ένθα εκδηλούσι ζωηρά συμπάθειας προς τον δεσμώτης. Ταύταις ο Τιτάν διηγείται την ευεργεσίαν αυτού προς τον Δία, ότε ούτος κατέλαβεν την αρχήν του κόσμου.  Ταύτην δε καταλαβών, διένειμε μεν τοις θεοίς τας τιμάς, αλλά περί των ταλαιπώρων θνητών ουδένα λόγον εποιείτο διανούμενος, ίνα εξαφανίσει το γένος αυτών και δημιουργήση νέον.  Προς την απόφασιν ταύτην του Κρονίδου ουδείς ετόλμησε ν’ αντιστή, πλην του Προμηθέως.  Μετ’ ολίγον έρχεται και ο πατήρ αυτών, ο Ωκεανός, όστις εκδηλοί την επιθυμίαν, ίνα συμπράξη προς απαλλαγήν των δεσμών, αλλά ο ιταμός του κόσμου στασιώτης αποκρούει την φιλικήν μεσιτείαν, διότι ούτος ήτο κόλαξ του υπερτάτου του κόσμου κυβερνήτου.

    Ο δεσμώτης Τιτάν βαρέως φέρει ότι αδίκως τιμωρείται δια τας ευεργεσίας, ας προσήνεγκε τοις νθρώποις, οίτινες πρότερον δεν εγίνωσκον πληνθυφείς οίκους να οικοδομήσωσι και ηγνόουν την ξυλουργίαν.  Ταύτα δ’ αγνοούντες δίκην μυρμήκων έζων εν τοις ανηλίοις των άντρων μυχοίς.  Ο Προμηθεύς επενόησε τους αριθμούς και τα γράμματα, έζευξε τους ίππους και εύρε τα οχήματα των ναυτίλων…..» (Γεώργιος Μιστριώτης, (1840 – 10 Ιουνίου 1916), καθηγητής καθηγητής πανεπιστημίου από τον πρόλογο του στο περιοδικό  «Σπινθήρ» με τίτλο «Η ιστορία της Ελλάδος είναι παρεμφερεστάτη προς την Προμηθηίδα του Αισχύλου»)

  • Χέγκελ, διαλέξεις για την Αισθητική (1820-1829

[1] Στις διαλέξεις για την Αισθητική (1820-1829), ο Χέγκελ αποκαλεί την Αντιγόνη «ένα από τα υψηλότερα και τα πιο ολοκληρωμένα, από κάθε άποψη, έργα τέχνης που δημιούργησε ποτέ η ανθρώπινη προσπάθεια». Στις διαλέξεις του για την ιστορία της φιλοσοφίας, που δόθηκαν μεταξύ 1819 και 1830 επικαλείται την ηρωίδα, «την ουράνια Αντιγόνη, την ευγενέστερη μορφή που εμφανίσθηκε ποτέ στη γη»…

[2] Αντιγόνη του Σοφοκλή – http://www.projethomere.com – YouTube

[3]         Για τον νθρωπολόγο Κλώντ Λεβί-Στρώς οι μύθοι είναι απλούστατα τα εργαλεία της επιβίωσης του νθρώπου ως σκεπτόμενου και κοινωνικού είδους. Μέσω των μύθων ο άνθρωπος εξηγεί τον κόσμο, τον βιώνει με τρόπο σχετικά συγκροτημένο, αντιμετωπίζει την αθεράπευτα αντιφατική, διαιρεμένη, αλλοτριωμένη παρουσία του. Μπλεγμένος όπως είναι ο άνθρωπος σε αρχέγονες αντινομίες ανάμεσα στην ύπαρξη και στη μη ύπαρξη, το αρσενικό και το θηλυκό, τη νεότητα και το γήρας, το φως και το σκοτάδι, την κίνηση κα την ακινησία, το βρώσιμο και το τοξικό, δεν μπορεί να ζήσει αυτές τις αντινομίες με λογικές διαδικασίες. Μόνο οι μύθοι μπορούν να εκφράσουν αυτές τις οικουμενικές αντινομίες, να δώσουν μεταφυσικές εξηγήσεις για τη διαιρεμένη κατάσταση του νθρώπου μέσα στη φύση.

Σύμφωνα με τον Λεβί-Στρώς ο άνθρωπος είναι ένα μυθοποιητικό ον ένα προικισμένο θηλαστικό, ικανό να δημιουργεί μύθους και μέσω αυτών να υπομένει τη διαιρεμένη αντιφατική μοίρα του. Η διήγηση των ιστοριών σύμφωνα με τον Λεβί-Στρώς είναι η ίδια η συνθήκη της ύπαρξής μας. Από όλες τις θεμελιώδεις αντιθέσεις που οικοδομούν το πεπρωμένο και την επιστήμη του νθρώπου, η πιο σημαντική σύμφωνα με τον Λεβί-Στρώς είναι αυτή της ρήξης Φύσης/Πολιτισμός. Η αντίθεση αυτή Φύση/Πολιτισμός οδηγεί στη γέννηση της νθρώπινης συνείδησης. Για τον Λεβί-Στρώς η μετάβασή μας από τη φυσική σε μια πολιτισμική κατάσταση αποτέλεσε βήμα ολέθριο που άφησε σημάδια στην νθρώπινη ψυχή, αλλά και στον οργανικό κόσμο.

[4] «Η αρχαία πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας» και «η Αισχύλεια νθρωπογονία και η Σοφόκλεια αυτοδημιουργία του νθρώπου»

[5]  (John Finley, 1965 στη Συνάντηση των Αθηνών, καθηγητής της αρχαίας φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, μαθητής του Βέρνερ Γιέγκερ κι ένας από τους διαπρεπέστερους ελληνιστές)

[6]              Κορνήλιος Καστοριάδης, Αισχύλεια νθρωπογονία και Σοφόκλεια αυτοδημιουργία του νθρώπου

[7]   Η διάβρωση της ικανότητας των εθνικών κυβερνήσεων να ελίσσεται ανεξάρτητα και να προστατεύουν τις κοινωνικές ομάδες που πλήττονται περισσότερο από τα μειονεκτήματα της παγκοσμιοποίησης

[8]  (John Finley, 1965 στη Συνάντηση των Αθηνών, καθηγητής της αρχαίας φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, μαθητής του Βέρνερ Γιέγκερ κι ένας από τους διαπρεπέστερους ελληνιστές)

[9] «Η αρχαία πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας»

[10] Σοφοκλής εις «τας Τραχινίας του (στ. 119) πολλὰ γὰρ ὥστ᾽ ἀκάμαντος [στρ. β] ἢ νότου ἢ βορέα τις κύματ᾽ ἂν εὐρέι πόντῳ 115βάντ᾽ ἐπιόντα τ᾽ ἴδοι,
οὕτω δὲ τὸν Καδμογενῆ στρέφει, τὸ δ᾽ αὔξει βιότου πολύπονον, ὥσπερ πέλαγος Κρήσιον..»  

[11] Ας παραβληθεί εδώ η διδασκαλία των σοφών στις Ουπανισάδες για το νόημα της ζωής που βρίσκεται στην αφετηρία – ιδέα,  «… ότι υπάρχει ένας υπέρτατος ρυθμιστής ή ουσία που διευθύνει τον άνθρωπο και το σύμπαν»»

[12] Κορνήλιος Καστοριάδης, Αισχύλεια νθρωπογονία και Σοφόκλεια αυτοδημιουργία του νθρώπου

[13]  den Mut der Herrschaft uber die Stadte

[14] που πρέσβευε, ότι τα μικρά κράτη πρέπει να εκλείψουν αν θέλουμε ενωμένη Ευρώπη κι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω των Γερμανών (Γκαίμπελς, Ημερολόγια, Ζυρίχη 1948, καταχώρηση της 8/5/1943 (Goebbels, Tagebücher, hrg. u. eingel. von Louis P. Lochner, Zürich, 1948, «σσλ. 325, …. Εξ όλων αυτών, ο Φύρερ εξήγαγε το συμπέρασμα ότι η κακοφωνία των μικρών κρατών, η οποία σήμερα εξακολουθεί να υφίσταται στην Ευρώπη, πρέπει να εξουδετερωθεί το ταχύτερον δυνατόν. Σκοπός του αγώνος μας οφείλει να παραμείνει η δημιουργίας μιας ηνωμένης Ευρώπης. Αλλ’ η Ευρώπη μπορεί να αποκτήσει σαφή οργάνωση μόνον μέσω των Γερμανών. Μία άλλη Ηγέτις Δύναμις πρακτικώς δεν υφίσταται…».  

Η ιστορία έδειξε βέβαια, ότι υπήρχαν !

οι επόμενοι θεοί διαδέχθηκαν γρήγορα τα οράματα των Ναζί !

[15] (Klauss Schwab, “the great reset”, Rodrik’s trilemma, Mont Pellerin group κλπ.)

[16] Κώστας Αξελός

[17] Γεώργιος Μιστριώτης, (1840 – 10 Ιουνίου 1916), καθηγητής καθηγητής πανεπιστημίου από τον πρόλογο του στο περιοδικό  «Σπινθήρ» με τίτλο «Η ιστορία της Ελλάδος είναι παρεμφερεστάτη προς την Προμηθηΐδα του Αισχύλου».

[18] Το 2011 ο Dani Rodrik θεωρούσε ότι για να διαχειριστούν την ένταση μεταξύ της εθνικής δημοκρατίας και των παγκόσμιων αγορών, τα κράτη πρέπει να αντιμετωπίσουν τρεις επιλογές και να επιλέξουν μεταξύ δύο από αυτές.

  • να περιορίσουν τη δημοκρατία προς όφελος της ελαχιστοποίησης του διεθνούς κόστους συναλλαγών.
  • να περιορίσουν την παγκοσμιοποίηση προκειμένου να οικοδομήσουν δημοκρατική νομιμότητα. Ή η τρίτη επιλογή,
  • να παγκοσμιοποιήσουν τη δημοκρατία και να χάσουν την εθνική κυριαρχία.

Τα κράτη υποστηριζόταν δεν μπορούν να έχουν υπερ-παγκοσμιοποίηση, δημοκρατικές πολιτικές και εθνική αυτοδιάθεση ταυτόχρονα

[19] «Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω μου την στέγην» (η επιγραφή στον θυρεό της Ακαδημίας του Πλάτωνα)

[20] Έλεγε ο δάσκαλος Λελέκος από το Χιλιομόδι, ο πατέρας της Ειρήνης Παπά, «Από τους αρχαίους συγγραφείς μέχρι το Γκαίτε ήταν η ουσία της γνώσης.  Aπό το Γκαίτε και μετά όλοι οι άλλοι γράφουν τόμους μιας λέξης»

[21] η γλώσσα, τα εργαλεία, τη θρησκεία, οι αξίες, η ύπαρξη εξουσίας και ο τρόπος που επιβάλλεται και νομιμοποιείται και άλλες φαντασιακές συλλήψεις κτλ,, που με ‘οργή’, με πάθος αποφασίζει να δημιουργεί δημιουργεί η ίδια η κοινωνία προσπαθώντα να βρει τον κεντρικό πυρήνα τους που προσανατολίζουν τις αξίες και τη δραστηριότητα των ἁνθρώπων και με κανένα τρόπο μπορούν ν’ αναιρεθούν λογικά (Καστοριάδης, 1985)

[22] Για να δανειστούμε τον τίτλο από την σπουδαία ταινία του Τσέχου Γίρι Μέντσελ του 1968