Το μεγάλο Ευρωπαϊκό -Γερμανικό σκάνδαλο της γιγαντιαίας κρατικής ενίσχυσης των 300 b€ και το άρθρο 107 της ΣΛΕΕ
Οι κρατικές ενισχύσεις υπό τη σημερινή δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελούν ένα έκτακτο / εξαιρετικό μέτρο, μεταξύ άλλων για την προστασία του ανταγωνισμού.
Ακριβέστερα, υποτίθεται, ότι αποτελούν ρυθμιστικό μέτρο εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού.
Στην πραγματικότητα, όμως, οι κρατικές ενισχύσεις αποτελούν ένα μέτρο άσκησης πολιτικής των ισχυρών και ελέγχου των οικονομιών, όπως δείχνει το παράδειγμα της Γερμανίας και πολύ σημαντικές, είναι η αλήθεια, εξαιρέσεις, στη βάση των κανόνων του Γενικού Οικονομικού Συμφέροντος δεν αρκούν για ν’ αναιρέσουν αυτή τη διαπίστωση.
Η βάση αυτού του άρθρου, είναι η διαπίστωση της διακριτικής μεταχείρισης που έχει επιφυλαχθεί στη Γερμανία.
Και ευκαιρία, η νέα ενεργοποίηση των προνομιακών εξαιρέσεων που έχει εξασφαλίσει η Γερμανία είναι η διελκυστίνδα για τις κρατικές ενισχύσεις της τάξης των 200 δισεκατομμυρίων που ανακοίνωσε η κυβέρνησή της, επί πλέον διατεθέντος ήδη 100 b€ με δικαιολογία την ενεργειακή κρίση πλήττοντας επιχειρήσεις και τις υπόλοιπες κυβερνήσεις, αλλά και την οικονομία των χωρών, που όπως προκύπτει στη συνέχεια, απειλούνται συνεχώς με κυρώσεις για κρατικές ενισχύσεις που επιχειρούν κατά πολύ υποδεέστερης κλίμακας[1].
Πρόκληση, που ήδη, επί τέλους άρχισε να συναντά αντιδράσεις, όπως προκύπτει από πρόσφατο (16.1.2023) επίκαιρο άρθρο στο Euroactiv
Η κρατική αθέμιτη ενίσχυση της Γερμανίας σε βάρος των υπόλοιπων χωρών της ΕΕ και τρίτων δεν έχει άλλη αιτία από την ανατροπή του στρατηγικού σχεδιασμού της Γερμανίας για την ανάπτυξή της με τις μονομερείς συμφωνίες της με την Ρωσία, ανατροπή που γι άλλη μια φορά επιχειρεί να αντισταθμίσει με προφανή μονομερή αντίληψη των συμφερόντων της κι αγνόηση κάθε μορφής κοινοτικής αλληλεγγύης.
Τα σχετικά άρθρα αγγίζουν μόνο την κορυφή του παγόβουνου, όπως προκύπτει στη συνέχεια.
***
Η Γερμανία απόλαυσε μετά από τον πόλεμο συγκεκριμένης υποστήριξης, όπως είναι γνωστό.
Παρά ταύτα, 45 χρόνια μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που προκάλεσε, αξίωσε και πέτυχε και δέσμη νέας υποστήριξης. Δεν αναφερόμαστε, εδώ, στη μορφή της μονομερούς ή με σαθρές αιτιολογίες μονομερή ανακήρυξη της απαλλαγής της από τις επανορθωτικές αποζημιώσεις και υποχρεωτικά δάνεια που επέβαλε σε πολλές χώρες, που υπέφεραν από την επεκτατική της πολιτική κατά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο.
Αλλά στο ότι, αμέσως κατά την ενοποίησή της ζήτησε και πήρε, απόλαυσε και εξακολουθεί να απολαμβάνει, με τροποποίηση της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ένα προνομιακό καθεστώς υποστήριξης με τη θεσμική εξαίρεσή της σε ιδιαίτερα σημαντικό βαθμό από την απαγόρευση των κρατών μελών να προβαίνουν σε κρατικές ενισχύσεις.
Θεσμική εξαίρεση, που σε μεγάλο βαθμό ενισχυόταν και από τη στάση Θεσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των Δικαστηρίων.
Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα, ότι μετά από μύριες όσες παλινδρομήσεις μεταξύ Επιτροπής και Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας που κράτησαν πολλά χρόνια ακυρώθηκε η αρχική ανάκτηση 572 εκατομμυρίων ευρώ που αρχικά η Bundespost είχε υποχρεωθεί ακυρώθηκε και επιτεύχθηκε επανανάκτηση[1]
Η επιλεκτική αυτή μεταχείριση γίνεται προκλητικότερη και επιτρέπει την αμφισβήτηση του τρόπου εφαρμογής, αλλά και ίσως και του πυρήνα του, του θεσμού των κρατικών ενισχύσεων και υπονομεύει βασικές αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν μελετηθεί βαθύτερα η νομολογία των αποφάσεων της Επιτροπής και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων οι οποίες επιβάλλουν ανάκτηση ενισχύσεων ή τις επιτρέπουν ή επιτρέπουν επανανακτήσεις, με μια σειρά από τυπολατρικές προσεγγίσεις που εμποδίζουν την απλή και λιτή εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού.
Αιτία η αδυναμία και η άγνοια πολλών χωρών να αξιοποιήσουν τις παρεκκλίσεις και να τις εφαρμόσουν σωστά, καθώς είναι ιδιαίτερα πολύπλοκες ή και δυσερμήνευτες.
Αν αναφέρουμε ένα παράδειγμα, το «διαρθρωτικό μειονέκτημα».
Τι είναι και πως εφαρμόζεται εξαρτάται από την Πυθία, αλλά ίσως και από την πολιτική ισχύ.
Κι αν προστεθεί η έλλειψη διάθεσης ή ικανοτήτων η αξιοποίησή του γίνεται αδύνατη. Χαρακτηριστική περίπτωση η χώρα μας, όπου το τεράστιο “διαρθρωτικό μειονέκτημα”, η Νησιωτικότητα δεν επιδιώκεται να αρθεί με την αξίωση εξαίρεσης από την εφαρμογή των Κρατικών Ενισχύσεων.
Η άνιση μεταχείριση των μικρών Κρατών -Μελών
Αυτή η κρίσιμη αδυναμία και η άγνοια των μικρότερων κυρίως, χωρών, ιδιαίτερα επισημαίνεται από έγκυρες φωνές ότι αποτελεί ένα κύριο λόγο τόσο για διεκδικήσεις, όσο και για την αντίκρουση μέτρων, όπως το έκτακτο που αναφέρεται εδώ, της αναγνώρισης προνομίων μιας συγκεκριμένης χώρας, της Γερμανίας.
Τα μικρά κράτη αντιμετωπίζουν μειονεκτήματα στη διαμόρφωση των ευρωπαϊκών πολιτικών εξαιτίας της περιορισμένης διαπραγματευτικής τους ισχύος και των περιορισμένων χρηματοδοτικών πόρων που είναι απαραίτητοι για την οικοδόμηση δεξιοτήτων στην πολιτική και την άσκηση επιρροής μέσω της χρήσης επιχειρημάτων ισχύος [2]
***
Μια σύντομη αδρή αναφορά στο εξαιρετικό / έκτακτο προνόμιο της Γερμανίας -το άρθρο 107 της ΣΛΕΕ:
Στην περίπτωση της Γερμανίας, η ενοποίηση επιτεύχθηκε, τηρουμένων των αναλογιών σε απίστευτα σύντομο χρόνο, ακριβώς διότι επιτράπηκε να ρεύσει ποταμός ενισχύσεων, που διαρκεί μέχρι και σήμερα παρά τη θεσμική πρόβλεψη, ότι η ευνοϊκή απαλλαγή θα έπρεπε να επανεξεταστεί μετά από πρόταση της Επιτροπής, μετά από 5 χρόνια.
η περίπτωση της Treunhandanstalt
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της Treunhandanstalt, μιας δημόσιας – ιδιωτικής οντότητας (που συστήθηκε ακριβώς για ν’ απολαμβάνει τα πλεονεκτήματα και των δύο οντοτήτων) με την οποία επιδιώχθηκε η εξίσωση της ανάπτυξης της Ανατολικής Γερμανίας «εν μια νυκτί».
Μια οικονομία της τάξης των 500 περίπου δισεκατομμυρίων μάρκων, όπως περίπου την αποτίμησε η Treundhandanstalt[3],
Το τίμημα που επιτεύχθηκε από την ιδιωτικοποίηση 13500 επιχειρήσεων της Ανατολικής Γερμανίας ήταν ιδιαίτερα χαμηλό, όμως αυτό δεν ήταν ο στόχος. Ο πραγματικός στόχος ήταν η εξασφάλιση των κρατικών ενισχύσεων. Και επιτεύχθηκε.
Χορηγήθηκαν με ad hoc νομικό μανδύα, που διατηρείται απαράδεκτα μέχρι και σήμερα και μάλιστα και σε κάποιο βαθμό και με παράνομο τρόπο, όπως βεβαίωσαν, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και αποτέλεσαν έτσι, το θεμέλιο λίθο της ταχείας ενοποίησης, λίθο που η ΕΕ αρνείται σε χώρες που γνώρισαν και εξακολουθούν να γνωρίζουν συνθήκες συνεχιζόμενης οικονομικής καταβαράθρωσης τους, εξαιτίας των αποτελεσμάτων της καταστροφικής πολιτικής που επέβαλε η Γερμανία με όργανο έμπνευσης και υλοποίησης τον κύριο Schauble.
Είναι σημαντικό να τονιστεί, ότι χάρις και στην εξαιρετική αυτή μεταχείριση, και σε αντίθεση με τις άλλες Δυτικές χώρες η Γερμανία δεν υπέστη σημαντική αποβιομηχάνιση.
Αυτό το πέτυχε διατηρώντας χαμηλά το εργατικό κόστος (dumping μισθών) και έχοντας ένα μείγμα παραγωγής στο οποίο κυριαρχούν τα «επώνυμα» προϊόντα, δηλαδή προϊόντα για τη ζήτηση των οποίων καθοριστικός παράγοντας δεν είναι μόνο η τιμή, αλλά και το όνομα (brand name).
Βεβαίως οι γερμανικές επιχειρήσεις καθόλου δεν απέφυγαν τη διεθνή επέκταση, ιδρύοντας εργοστάσια σε όλο τον κόσμο, ωστόσο μεγάλο κομμάτι της παραγωγής παρέμεινε στη Γερμανία.
Σημαντικός παράγοντας της γερμανικής επιτυχίας ήταν και η εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που της έδινε η ευρωπαϊκή ενοποίηση:
Με την επέκταση της ΕΕ προς την Ανατολική Ευρώπη η (ενοποιημένη πλέον) Γερμανία απέκτησε πάλι πρόσβαση στη ζωτική για αυτήν Μεσευρώπη (Mitteleuropa), στην οποία μπορούσε να επενδύει, εξασφαλίζοντας χαμηλά κόστη παραγωγής.
Αντίστοιχα με τη δημιουργία της ευρωζώνης απέκτησε ένα διπλό πλεονέκτημα: αφ’ ενός υποτίμησε τεχνητά το νόμισμά της, αφού πλέον σε αυτό μετείχαν και οικονομικά ασθενέστερες απ’ αυτήν χώρες, και αφ’ ετέρου είχε μια αγορά για τα προϊόντα της, την οποία βεβαίως χρηματοδοτούσε έμμεσα και με την αξιοποίηση του εξαιρετικού μέτρου που αξιοποίησε, αλλά και με άλλους τρόπους (βλ. ανοίγματα κεντρικών τραπεζών στο σύστημα Target2).
Κατά μία έννοια, όπως και η Κίνα έναντι των ΗΠΑ, η Γερμανία χρηματοδότησε την κατανάλωση των νότιων (κυρίως) μελών της ζώνης ευρώ, με μια όμως βασική διαφορά:
ενώ στην περίπτωση του ζεύγους ΗΠΑ-Κίνας, ο δανειζόμενος (ΗΠΑ) είναι πολιτικά και στρατιωτικά υπέρτερος του οικονομικά ανερχόμενου, στην περίπτωση της ευρωζώνης, η Γερμανία είχε δεσπόζουσα θέση στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ώστε να ασκεί πολιτικό έλεγχο σε αυτούς που δάνειζε για να καταναλώνουν τα προϊόντα της (βλ. ως ακραία περίπτωση την ελληνική κρίση).
Αντίθετα η Ελλάδα και άλλες χώρες υποχρεώθηκαν να ανακτήσουν μια σειρά από κρατικές ενισχύσεις. Στη γεωργία, τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, στην Ολυμπιακή Αεροπορία, την Πολεμική Βιομηχανία της χώρας, την Cosco το 2017, ήδη των μονάδων λιγνίτη της ΔΕΗ κλπ.
Ή η Ιταλία που υποχρεώθηκε ν’ ανακτήσει σημαντικές ενισχύσεις του ναυτιλιακού τομέα της στη Σαρδηνία ή η Ουγγαρία και άλλες επιχειρήσεις που έκλεισαν ή απειλούνται με κλείσιμο με την επίκληση από την Επιτροπή των απαγορεύσεων των κρατικών ενισχύσεων.
Την ίδια περίπου περίοδο και από την εισαγωγή του ΕΥΡΩ είναι σημαντικό να καταγραφεί η σχέση στο εμπορικό ισοζύγιο ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γερμανία.
Με αναπόφευκτο το συμπέρασμα, ότι οι ισχυροί χρησιμοποιούν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι επιτρέπονται οι κρατικές ενισχύσεις μιας χώρας, η σχέση της οποίας στο εμπορικό ισοζύγιο είναι άνιση απέναντι σε μια χώρα, που βιώνει πρωτοφανείς συνθήκες αδυναμίας, αλλά καταδικάζεται ν’ αποδώσει κατά περιόδους αμφίβολης “νομιμότητας” κρατικές ενισχύσεις.
***
Μια σημαντική αναφορά του Ιταλού πολίτη – η απαράδεκτη απάντηση της ΕΕ
Για το ζήτημα αξίζει ιδιαίτερης επισήμανσης η υπόθεση που αναφέρεται στη συνέχεια και για την οποία η Επιτροπή έδωσε μια προφανέστατα ανεπαρκή απάντηση:
Ο M.M., ιταλικής ιθαγένειας, πρόβαλε,
- ότι με την ασύμμετρη εφαρμογή κρατικών ενισχύσεων στη Γερμανία σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλοιώνεται η κατάσταση της κοινής αγοράς,
- ότι η συνεχιζόμενη διατήρηση της εν λόγω παρέκκλισης οδηγεί σε άνιση μεταχείριση των κρατών μελών και στην αποτυχία της ΕΕ να ολοκληρώσει τον στόχο της επίτευξης ενιαίας αγοράς, καθώς και σε άδικο εμπορικό πλεόνασμα υπέρ της Γερμανίας,
- ότι οι ειδικές παρεκκλίσεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 107 παράγραφος 2 στοιχείο γ’ θα έπρεπε να είχαν καταργηθεί προ πολλού, δεδομένου ότι έχει ήδη επιτευχθεί ο ιστορικός σκοπός τους, όπως αυτό βεβαιώθηκε με τη διάλυση του φορέα υποστήριξης της ενοποίησης, της Treundhandanstalt και
- τα ότι εν πάσει περιπτώσει ο άρθρο 107 παράγραφος 2 στοιχείο γ΄ της ΣΛΕΕ προβλέπει ρητά την κατάργηση της παρέκκλισης από το Συμβούλιο μετά την παρέλευση πενταετίας από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, πενταετίας που συμπληρώθηκε το 2009..
Η αναφορά χαρακτηρίσθηκε μεν παραδεκτή στις 21 Δεκεμβρίου 2017, όμως η επιτροπή δεν παρέσχε με την απάντησή της στις 27 Απριλίου 2018 όλες τις ζητηθείσες πληροφορίες, όπως όφειλε, σύμφωνα με το άρθρο 216 παράγραφος 6 του Κανονισμού και συγκεκριμένα, δεν απάντησε στο σκέλος της αναφοράς με την οποία ζητείται η πληροφορία γιατί εφ’ όσον παρήλθε η προθεσμία της 5ετίας (2009) από την υπογραφή της συνθήκης της Λισαβώνας, το Συμβούλιο δεν επιλήφθηκε και δεν κατήργησε την παρέκκλιση.
Η απάντηση της ΕΕ, ότι το εύρος εφαρμογής της ως άνω διάταξης είναι περιορισμένο δεν είναι επαρκής, δεδομένης της πρόβλεψης της Συνθήκης, ότι η Επιτροπή, μετά από την παρέλευση πενταετίας από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβώνας, οφείλει να προτείνει στο Συμβούλιο να εκδώσει ή όχι απόφαση για την κατάργηση του στοιχείου γ’ της παρ. 2 του άρθρου 107 της Συνθήκης.
Οι επερχόμενες εκλογές για την εκλογή των νέων ευρωβουλευτών αποτελεί μια σημαντική ευκαιρία για την ανάδειξη του ζητήματος, το οποίο φαίνεται ότι απασχολεί τους Ευρωπαίους πολίτες, όμως είναι ιδιαίτερα σημαντικό, ανάμεσα στις δεσμεύσεις που θα αναλάβουν οι νέοι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να περιλαμβάνεται και η ρητή κατάργηση της απαράδεκτης ευνοϊκής ρύθμισης για τη Γερμανία και μάλιστα υπό συνθήκες πλήρους διαφάνειας και ιδίως αναφοράς του συνόλου των κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στη Γερμανία από την εφαρμογή της εξαιρετικής διάταξης
Οκτώβριος 2022
[1] Γερμανία: Αίτημα κρατικής ενίσχυσης από την ενεργειακή Uniper | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (kathimerini.gr). Κατά το δημοσίευμα, φαίνεται η εταιρία να ζητά ένεση 9 δις ευρώ για τα προβλήματα που της δημιούργησε ο πόλεμος. Κανένας δεν αναδεικνύει τις τραγικές ευθύνες της Γερμανίας, όμως να επιβάλει το καθεστώς των σχέσεων της με τη Ρωσία που της επέτρεπε να αυξάνει συνεχώς το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα απέναντι στα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, που την ακολουθούσαν πειθήνια. Αν τώρα συναντά πρόβλημα γιατί αυτό το πρόβλημα πρέπει να το υποστούν όλοι με το να ξαναδοθεί η ευκαιρία στη Γερμανία να λύσει το πρόβλημα που δημιούργησε, συνεχίζοντας να απολαμβάνει την εξωφρενική εξαίρεση από το καθεστώς των κρατικών ενισχύσεων, τριάντα χρόνια μετά από την ένωση των δύο γερμανιών ;
[2] (Small states in the European Union: Structural disadvantages in EU policymaking and counter-strategies – Article in Journal of European Public Policy 17(6):799-817 · September 2010 Diana Panke, University of Freiburg)
[3] (An agency established by the government of the German Democratic Republic to reprivatize / privatize East German enterprises and the enormous state aid financing, this “parapublic” agency handled. See: το έγγραφο «FS I 96 -316 “The Treundhandanstalt, Privatization and the role of Courts (Mark K. Cassel, August 1996, ISSN Nr. 1011 -9523, Dept of Political Science, University of Wisconsin, Madison and Wissenschaftzentrum Berlin fur Soxalforschung”, σύμφωνα με το οποίο, «On December 31st, 1994 – four years after starting from scratch – The Treundhandanstalt shut down having liquidated or sold 95% of its portfolio. The agency either sold or placed in liquidation more than 13000 firms. Millions of acres of land and real estate were sold or turnded over to local and state governments. The federal government collected more than DM 50 million from the sale of firms and secured more than DM 200 billion in investment and 1.5 million jobs from private Investors….”)